Αγγλικός όρος

norepinephrine

Ορισμός

1. Ορμόνη παραγόμενη από τον επινεφριδιακό μυελό, παρόμοια ως προς τις χημικές και φαρμακογικές ιδιότητες με την επινεφρίνη, κυρίως αγγειοσυσπαστική ουσία, με ελάχιστη επίδραση στην καρδιακή παροχή.
2. Νευροδιαβιβαστής, ο οποίος απελευθερώνεται από τους περισσότερους συμπαθητικούς μεταγαγγλιακoύς νευρώνες και από ορισμένους νευρώνες του εγκεφάλου. Διαταραχή του μεταβολισμού της σε σημαντικές θέσεις του εγκεφάλου ενέχεται σε συναισθηματικές διαταραχές. Χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση βαριάς υπότασης, ιδιαίτερα σε ασθενείς με νευρογενή ή σηπτική καταπληξία.

Υπώνυμος όρος

norepinephrine bitartrate