Αγγλικός όρος

impulse

Ορισμός

1. Η προς τα εμπρός πορεία με αιφνίδια δύναμη.

2. Η υποκίνηση του μυαλού, με αποτέλεσμα την πραγματοποίηση μίας μη προσχεδιασμένης ενέργειας (π.χ. παρορμητική αγορά).

3. Στη φυσιολογία, μια μεταβολή της διαβίβασης διαμέσου ιστών, ιδιαίτερα των νευρικών ινών και των μυών, με αποτέλεσμα την φυσιολογική ενεργοποίηση ή αναστολή.

Ετυμολογία

[Λατ. impulsus]

Υπώνυμος όρος


cardiac impulse
ectopic impulse
enteroceptive impulse
excitatory impulse
exteroceptive impulse
inhibitory impulse
nerve impulse
proprioceptive impulse