Αγγλικός όρος

serum sickness

Ορισμός

Παθολογική (υπερευαισθησία τύπου ΙΙΙ) ανοσολογική αντίδραση, η οποία αναπτύσσεται μετά από χορήγηση ξένων αντιγόνων, κυρίως αντιορών που λαμβάνονται από άλογα ή άλλα ζώα. Ο ορός ζώων χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για την παθητική ανοσοποίηση έναντι μολυσματικών ασθενειών, αλλά τώρα τυγχάνει περιορισμένης χρήσης για αντιτοξίνες, μονοκλωνικά αντισώματα, και αντι-λεμφοκυτταρικές σφαιρίνες. Η ορονοσία μπορεί επίσης να προκληθεί από τη χορήγηση πενικιλινών και άλλων φαρμάκων. Σχηματίζονται συμπλέγματα αντιγόνου-αντισώματος, τα οποία αποτίθενται στα τοιχώματα των μικρών αιμοφόρων αγγείων, διεγείροντας μια φλεγμονώδη αντίδραση, η οποία προκαλεί κνησμώδες εξάνθημα, πυρετό, αρθρικό άλγος και οίδημα, μυαλγίες και διόγκωση των λεμφαδένων, 7 έως 14 ημέρες μετά την έκθεση. Η θεραπεία περιλαμβάνει σαλικυλικά (όπως η ασπιρίνη) και αντιϊ-σταμινικά για την ελαχιστοποίηση της φλεγμονής. Μπορούν να χορηγηθούν κορτικοστεροειδή για την αντιμετώπιση βαριών συμπτωμάτων.

Κύριος όρος

sickness