Αγγλικός όρος

smell

Ορισμός

1. Η πρόσληψη ερεθίσματος από τη διέγερση των οσφρητικών νεύρων. Η αίσθηση της όσφρησης είναι χημική αίσθηση που εξαρτάται από αισθητήρια κύτταρα στην επιφάνεια του ανώτερου τμήματος του ρινικού διαφράγματος και της άνω ρινικής κόγχης. Ο χρόνος ζωής αυτών των αισθητηρίων κυττάρων είναι περίπου 30 ημέρες και επηρεάζονται από ποικιλία παραγόντων συμπεριλαμβανομένου της ηλικίας, της διατροφικής και ορμονικής κατάστασης, φαρμάκων και θεραπευτικής ακτινοβόλησης.
ΣΥΝ.: olfactory perception

2. Η ιδιότητα κάποιου να επηρεάζει τα οσφρητικά όργανα. Στην κλινική ιατρική η οσμή που αναδύεται από το σώμα, τα κόπρανα, την αναπνοή, τα ούρα, τον κόλπο ή τα ενδύματα του ασθενούς μπορούν να παράσχουν διαγνωστικές πληροφορίες. Η οσμή στα ενδύματα του ασθενούς για παράδειγμα μπορεί να οφείλεται σε κάποιο τοξικό χημικό που έχει χυθεί πάνω στα ρούχα. Ένας ασθενής μπορεί να επιχειρήσει να αλλάξει ή να καλύψει την οσμή του αλκοόλ στην αναπνοή χρησιμοποιώντας φαρμακευτικές ή αρωματικές παστίλιες, στοματικά διαλύματα, εκνεφώματα ή μέντες. Ακόμα και αν η αίσθηση της όσφρησής μας είναι σχετικά ασθενής σε σύγκριση με αυτή ορισμένων ζώων, οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα διάκρισης μεταξύ 10.000 διαφορετικών οσμών. Η εισπνεόμενη ουσία πρέπει να είναι πτητική (δηλαδή ικανή να διαχέεται στον αέρα), ώστε να είναι δυνατή η αντίληψή της, και επιπλέον το πτητικό χημικό θα πρέπει να είναι υδατοδιαλυτό.

Οι ανωμαλίες της αίσθησης της όσφρησης περιλαμβάνουν: Ανοσμία (anosmia:): Απώλεια της αίσθησης της όσφρησης. Μπορεί να είναι τοπική και παροδική, ως το αποτέλεσμα οξείας και χρόνιας ρινίτιδας, αναπνοής με το στόμα, ρινικών πολυπόδων, ξηρότητας του ρινικού βλεννογόνου, γύρης ή πολύ έντονων οσμών. Μπορεί επίσης να προκληθεί από ασθένεια ή τραυματισμό της οσφρητικής οδού, παθήσεις των οστών κοντά στα οσφρητικά νεύρα, παθήσεις των παραρρινι-κών κόλπων, μηνιγγίτιδα, όγκους ή σύφιλη που επηρεάζει το οσφρητικό νεύρο. Σπανίως παρατηρείται στη σωματομετατρεπτική διαταραχή. Η ανοσμία μπορεί επίσης να οφείλεται σε πάθηση ενός κρανιακού ημισφαιρίου ή ενός ρινικού θαλάμου.
ΣΥΝ.: anodmia, anosphrasia

Υπεροσμία: Αυξημένη ευαισθησία στις οσμές.

Κακοσμία: Αντίληψη δυσάρεστων οσμών όταν αυτές δεν υπάρχουν. Μπορεί να οφείλεται σε κακώσεις της κεφαλής ή να εμφανίζεται σε παραισθήσεις ή συγκεκριμένες ψυχώσεις.
ΣΥΝ.: cacosmia.

Παροσμία: Διεστραμμένη αίσθηση της όσφρησης. Οσμές ευχάριστες για τους άλλους κρίνονται ως δυσάρεστες και αντίθετα οσμές δυσάρεστες για τους άλλους κρίνονται ως ευχάριστες.

Ετυμολογία

[Μεσ. Αγγλ. smellen, δυσωσμία]