Αγγλικός όρος

osteoclast

Ορισμός

1. Οστεοκλάστης, μια συσκευή για τη θραύση οστών με θεραπευτικούς σκοπούς.

2. Oστεοκλάστη. Ένα γιγάντιο πολυπύρηνο κύτταρο που σχηματίζεται στο μυελό των αυξανόμενων οστών. Oι οστεοκλάστες εντοπίζονται σε εντυ-πώματα στην επιφάνεια των οστών, που καλούνται βοθρία του Howship. Απορροφώντας άλατα του ασβεστίου, αφαιρούν τον πλεονάζοντα οστέινο ιστό, όπως στην αναδιαμόρφωση των αυξανόμενων οστών ή των κατεστραμμένων οστών κατά τη διόρθωση καταγμάτων.

Ετυμολογία

[" + klan, σπάζω]