Αγγλικός όρος
paraffin
Ορισμός
1. Κηρώδες, λευκό, άγευστο, άοσμο μίγμα στέρεων υδρογονανθράκων που λαμβάνεται από το πετρέλαιο. Χρησιμοποιείται ως
βασικό συστατικό για αλοιφές ή ως επίθεμα σε τραύματα.
2. Ένας από τους κορεσμένους αλιφατικούς υδρογονάνθρακες με τον χημικό τύπο
CnH2n+2. Οι παραφίνες συνιστούν το μεθάνιο.
3. Στέρεα κηρία που παρασκευάζονται σύμφωνα με το σημείο τήξεώς
τους και χρησιμοποιούνται για το διαχωρισμό ιστών κατά την τομή, στην παρασκευή πλακακίων μικροσκοπίου.
Υπώνυμος όρος
hard paraffin
liquid paraffin
soft paraffin
Από τα κρούσματα που ανακοινώθηκαν σήμερα από τον ΕΟΔΥ, τα 248 αφορούν την Αττική και τα 64 τη Θεσσαλονίκη. Η αύξηση της θερμοκρασίας φαίνεται πως συμβάλλει ... Περισσότερα »
Ο Γάλλος υπουργός ανέφερε πως δεν φιλτράρουν τις μεταλλαγμένες μορφές του κορωνοϊού.... Περισσότερα »
Λιανεμπόριο, εστίαση σε εξωτερικούς χώρους, οδηγούν σε ψυχολογική αποσυμπίεση.... Περισσότερα »
Ποιες είναι οι συντηρητικές θεραπείες και ποιες οι επεμβατικές.... Περισσότερα »
Σε μία κρίσιμη συγκυρία και εν μέσω της σοβαρής κρίσης Δημόσιας Υγείας που βιώνει η χώρα και ο πλανήτης, το Iatronet.gr διοργάνωσε – για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά – τo Συνέδριο Pharma Transformation. Κατά ... Δείτε το video