Αγγλικός όρος

paraffin

Ορισμός

1. Κηρώδες, λευκό, άγευστο, άοσμο μίγμα στέρεων υδρογονανθράκων που λαμβάνεται από το πετρέλαιο. Χρησιμοποιείται ως βασικό συστατικό για αλοιφές ή ως επίθεμα σε τραύματα.

2. Ένας από τους κορεσμένους αλιφατικούς υδρογονάνθρακες με τον χημικό τύπο CnH2n+2. Οι παραφίνες συνιστούν το μεθάνιο.

3. Στέρεα κηρία που παρασκευάζονται σύμφωνα με το σημείο τήξεώς τους και χρησιμοποιούνται για το διαχωρισμό ιστών κατά την τομή, στην παρασκευή πλακακίων μικροσκοπίου.

Υπώνυμος όρος

hard paraffin
liquid paraffin
soft paraffin