Αγγλικός όρος
paraffin
Ορισμός
1. Κηρώδες, λευκό, άγευστο, άοσμο μίγμα στέρεων υδρογονανθράκων που λαμβάνεται από το πετρέλαιο. Χρησιμοποιείται ως
βασικό συστατικό για αλοιφές ή ως επίθεμα σε τραύματα.
2. Ένας από τους κορεσμένους αλιφατικούς υδρογονάνθρακες με τον χημικό τύπο
CnH2n+2. Οι παραφίνες συνιστούν το μεθάνιο.
3. Στέρεα κηρία που παρασκευάζονται σύμφωνα με το σημείο τήξεώς
τους και χρησιμοποιούνται για το διαχωρισμό ιστών κατά την τομή, στην παρασκευή πλακακίων μικροσκοπίου.
Υπώνυμος όρος
hard paraffin
liquid paraffin
soft paraffin
Όσοι χρειάζονται διασωλήνωση, διακομίζονται σε άλλα νοσηλευτικά ιδρύματα, εφόσον το επιτρέπει η κατάσταση της υγείας τους...... Περισσότερα »
Από τα κρούσματα που ανακοινώθηκαν από τον ΕΟΔΥ, 1.153 εντοπίζονται στην Αττική, 247 στη Θεσσαλονίκη και 106 στην Αχαΐα.... Περισσότερα »
Αισιόδοξες εκτιμήσεις κάνουν οι ειδικοί στο έγκυρο επιστημονικό περιοδικό, εκτιμώντας, ωστόσο, πως υπάρχουν θέματα προς αξιολόγηση, όπως οι μεταλλάξεις ... Περισσότερα »
Η εγκυμοσύνη μπορεί να είναι μια περίοδος γεμάτη στρες, αλλά με τα κατάλληλα εφόδια, μπορείτε να το διαχειριστείτε.... Περισσότερα »
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Καρκίνου (4 Φεβρουαρίου 2021), ο Δρ Γεώργιος Αναγνωστόπουλος, Γαστρεντερολόγος- Ηπατολόγος, Διευθυντής της Γαστρεντερολογικής Κλινικής του νοσοκομείου ΜΗΤΕΡΑ μας ... Δείτε το video