Αγγλικός όρος

diabetes mellitus

Ορισμός

Χρόνια διαταραχή του μεταβολισμού που χαρακτηρίζεται από υπεργλυκαιμία. O σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) είναι αποτέλεσμα είτε της αδυναμίας του παγκρέατος να παράγει ινσουλίνη (ΣΔ τύπου 1) είτε λόγω ινσουλινοαντοχής με ανεπαρκή έκκριση ινσουλίνης για τη διατήρηση του φυσιολογικού μεταβολισμού (ΣΔ τύπου 2). Και οι δύο τύποι ΣΔ μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στα αιμοφόρα αγγεία, στα νεύρα, στους νεφρούς, στους αμφιβληστροειδείς χιτώνες, ενώ κατά την εγκυμοσύνη στο αναπτυσσόμενο έμβρυο. O επιπολασμός του ΣΔ τύπου 1 ή αλλιώς του ινσουλινοεξαρτώμενου είναι μόλις 0,3% έως 0,4%. O επιπολασμός του ΣΔ τύπου 2 (γνωστός παλαιότερα και ως σακχαρώδης διαβήτης «του ενηλίκου») στον γενικό πληθυσμό είναι 6,6%. Σε ορισμένους πληθυσμούς (π.χ. ηλικιωμένα άτομα, ιθαγενείς Αμερικάνοι, μαύροι, νησιώτες του Ειρηνικού Ωκεανού, Μεξικανοί) παρουσιάζεται στο 20% σχεδόν των ενηλίκων. O ΣΔ τύπου 2 επηρεάζει κυρίως τα παχύσαρκα και μεσήλικα άτομα με καθιστικό τρόπο ζωής, ενώ ο ΣΔ τύπου 1 (άλλοτε αποκαλούμενος «νεανικός» ΣΔ) εμφανίζεται συνήθως σε παιδιά, τα περισσότερα από τα οποία είναι λεπτά και δραστήρια.

Συνήθως, ο ΣΔ τύπου 1 εμφανίζεται ως μια οξεία νόσος με αφυδάτωση και συχνά διαβητική κετοξέωση. O ΣΔ τύπου 2 συχνά είναι ασυμπτωματικός κατά τα πρώτα χρόνια και ως εκ τούτου παραμένει κρυφός. Η Αμερικάνικη Ένωση για τον Διαβήτη (American Diabetes Association) εκτιμά ότι περισσότεροι από 5 εκατομμύρια Αμερικάνοι πάσχουν από ΣΔ τύπου 2 χωρίς να το γνωρίζουν.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Ο ΣΔ τύπου 1 προκαλείται από την αυτοάνοση καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος που εκκρίνουν την ινσουλίνη. Η απώλεια των συγκεκριμένων κυττάρων οδηγεί στην σχεδόν πλήρη έλλειψη ινσουλίνης· χωρίς εξωγενή ινσουλίνη, ο ΣΔ τύπου 1 είναι θανατηφόρος. Ο ΣΔ τύπου 2 προκαλείται εν μέρει από τη μειωμένη ευαισθησία των μυϊκών κυττάρων να προσλαμβάνουν γλυκόζη με την ινσουλίνη και εν μέρει από τη σχετική μείωση στην έκκριση της παγκρεατικής ινσουλίνης.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Τα κλασικά συμπτώματα της ΣΔ είναι η πολυουρία, πολυδιψία και η απώλεια βάρους. Επιπλέον, οι ασθενείς με υπεργλυκαιμία συχνά εμφανίζουν θολή όραση, αυξημένη κατανάλωση τροφής (πολυφαγία) και γενικευμένη αδυναμία. Όταν ένας ασθενής με ΣΔ τύπου 1 χάνει τον έλεγχο του μεταβολισμού (π.χ. κατά τη διάρκεια μιας λοίμωξης ή περιόδων ασυνέπειας προς την θεραπεία), εμφανίζονται τα συμπτώματα της διαβητικής κετοξέωσης. Στα συμπτώματα αυτά περιλαμβάνεται η ναυτία, ο έμετος, η λιποθυμική τάση κατά την έγερση, η μέθη, το παραλήρημα, το κώμα ή ο θάνατος. Στις χρόνιες επιπλοκές της υ-περγλυκαιμίας περιλαμβάνονται η αμφιβληστροειδοπάθεια και η τύφλωση, οι περιφερικές και αυτόνομες νευροπάθειες, η σπειραματοσκλήρυνση των νεφρών (με πρωτεϊνουρία, το νεφρωτικό σύνδρομο ή νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου), στεφανιαία και περιφερική αγγειοπάθεια και μειωμένη αντίσταση στις λοιμώξεις. Επίσης, οι ασθενείς με ΣΔ συχνά υπόκειται σε εξελκώσεις των ποδιών, που μπορεί να οδηγήσουν σε οστεομυελίτιδα και την ανάγκη για ακρωτηριασμό.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Πολλές δοκιμασίες βοηθούν στη διάγνωση του σακχαρώδους διαβήτη. Σε αυτές περιλαμβάνονται δοκιμασίες των νηστικών επιπέδων της γλυκόζης, τα περιστασιακά (τυχαίως αξιολογούμενα) επίπεδα της γλυκόζης ή τα επίπεδα της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης. Πρόσφατα η εξακρίβωση για τον διαβήτη πραγματοποιείται όταν οι ασθενείς έχουν τα κλασικά συμπτώματα του διαβήτη και όταν σε δύο περιπτώσεις τα νηστικά επίπεδα της γλυκόζης υπερβαίνουν τα 126 mg/dl (>7 mmol/L) ή τα τυχαία επίπεδα γλυκόζης υπερβαίνουν τα 200 mg/dL (11,1 mmol/L). Υποδηλωτικό της νόσου είναι και η δοκιμασία της αιμοσφαιρίνης A1c όταν σε δύο τυπικές αποκλίσεις είναι πάνω από το κανονικό και πρέπει να επιβεβαιώνεται με τα αυξημένα επίπεδα είτε της νηστικής είτε της τυχαίας γλυκόζης.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: Οι τύποι 1 και 2 του ΣΔ αντιμετωπίζεται με εξειδικευμένες δίαιτες, τακτική άσκηση, επισταμένη φροντίδα των ποδιών και των ματιών και φάρμακα.

Οι ασθενείς με ΣΔ τύπου 1, εκτός εάν έχουν υποβληθεί σε μεταμόσχευση παγκρέατος, χρεάζονται ινσουλίνη για να ζήσουν· η εντατική θεραπεία με ινσουλίνη για τον περιορισμό της υπεργλυκαιμίας («στενός έλεγχος») είναι πιο αποτελεσματική από τη συμβατική θεραπεία στην αποτροπή της εξέλιξης σοβαρών μικροαγγειακών επιπλοκών, όπως οι νεφροπάθειες και οι νόσοι του αμφιβληστροειδούς.

Η εντατική θεραπεία συνιστάται από τρεις ή περισσότερες δόσεις ινσουλίνης οι οποίες εγχέονται ή χορηγούνται καθημερινά με αντλία έγχυσης μαζί με τον καθημερινό αυτοέλεγχο των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα αλλά και συχνές αλλαγές στη θεραπεία ως αποτέλεσμα των επαφών με τους επαγγελματίες υγείας. Στις αρνητικές πλευρές της εντατικής θεραπείας περιλαμβάνεται ο τριπλασιασμός των εκδηλώσεων σοβαρής υπογλυκαιμίας, η αύξηση του βάρους και το ανεπιθύμητο αποτέλεσμα στα επίπεδα των λιπιδίων του ορού (δηλαδή, αύξηση στην ολική χοληστερόλη, χοληστερόλη LDL και τρι-γλυκερίδια και μια μείωση στη χοληστερόλη HDL). Η συμμετοχή σε κάποιο πρόγραμμα εντατικής θεραπείας απαιτεί ασθενή με κίνητρο.

Ορισμένοι ασθενείς με ΣΔ τύπου 2 μπορούν να ελέγξουν την πάθησή τους με δίαιτα περιορισμένη σε θερμίδες (π.χ.1.600 έως 1.800 θερμ./ημέρα) και τακτική αερόβια άσκηση. Ωστόσο, ορισμένοι ασθενείς απαιτούν την προσθήκη κάποιας μορφής υπογλυκαιμικού φαρμάκου από το στόμα ή ινσουλίνη. Στους παράγοντες που χορηγούνται από στόμα για τον έλεγχο του ΣΔ περιλαμβάνονται τα φάρμακα σουλφονυλουρίας (π.χ. τολαζαμίδη, τολμπουταμίδη, γλυβουρίδη ή γλιπιζίδη), τα οποία τυπικά αυξάνουν την έκκριση της ινσουλίνης από το πάγκρεας· οι βιγουανίδες ή οι θειαζολιδινεδιόνες (π.χ. μετφορμίνη ή τρογλιταζόνη) που αυξάνουν την ευαισθησία των κυττάρων στην ινσουλίνη· ή οι αναστολείς α-γλυκοσιδάσης (π.χ. ακαρβόζη), που μειώνουν την απορρόφηση των υδατανθράκων από τη γαστρεντερική οδό. Όταν ο συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων αποτυγχάνουν να κανονι-κοποιήσουν τα επίπεδα του σακχάρου στο αίμα, προστίθενται και ενέσεις ινσουλίνης.

ΑΠΟΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΠΙΠΛOΚΩΝ: Oι ασθενείς με ΣΔ πρέπει να αποφεύγουν τη χρήση προϊόντων καπνού, να διαχειρίζονται δραστικά τα επίπεδα των λιπιδίων του ορού και να ελέγχουν με βέλτιστο τρόπο την υπέρταση, αφού η αδυναμία τήρησης των παραπάνω μπορεί να οδηγήσει σε πολύ υψηλότερο κίνδυνο αθηρο-σκλήρυνσης σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Στα υπόλοιπα στοιχεία της σωστής φροντίδας του διαβήτη περιλαμβάνονται οι τακτικοί εμβολιασμοί (π.χ. για την πρόληψη της γρίπης και πνευμοκοκκική πνευμονία).

ΠΡΟΓΝΩΣΗ: O διαβήτης είναι μια χρόνια και ανίατη πάθηση, όμως με τη σωστή θεραπεία τα συμπτώματα μπορούν να βελτιωθούν και να παραταθεί ο χρόνος ζωής. Η απομόνωση και η παραγωγή ινσουλίνης το 1922 από τους Καναδούς ιατρούς Banting και Best κατέστησε εφικτό στα άτομα με την πάθηση αυτή να έχουν μια φυσιολογική ζωή.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝOΥΣ: O διαβητικός πρέπει να μάθει να αναγνωρίζει τα συμπτώματα των χαμηλών επιπέδων του σακχάρου στο αίμα (όπως σύγχυση, εφίδρωση και παλμοί), καθώς και εκείνα των υψηλών επιπέδων του σακχάρου, όπως η πολυουρία και πολυδιψία. Όταν μία από τις δύο καταστάσεις οδηγήσει σε νοσηλεία, πρέπει να καταγράφονται με ακρίβεια οι ζωτικές ενδείξεις, η πρόσληψη υγρών, η παραγωγή των ούρων και η πρόσληψη θερμίδων. Αξιολογούνται τα επίπεδα της γλυκόζης του ορού και της κετόνης των ούρων. Επίσης, η χρόνια διαχείριση του σακχαρώδους διαβήτη βασίζεται στην περιοδική μέτρηση των επιπέδων της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c). Τα αυξημένα επίπεδα της HbA1c υποδηλώνουν ανεπαρκή έλεγχο της γλυκόζης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αποτιμούνται οι επιδράσεις του διαβήτη στα υπόλοιπα συστήματα του σώματος, όπως είναι η εγκεφαλοαγγειακή βλάβη, η στεφανιαία βλάβη και η περιφερική αγγειοπάθεια· η οπτική βλάβη· καθώς επίσης περιφερική βλάβη και βλάβη του αυτόνομου νευρικού συστήματος. O ασθενής παρατηρείται για ενδείξεις και συμπτώματα της διαβητικής νευροπάθειας, όπως αιμωδία ή πόνο στα χέρια και τα πόδια, μειωμένη αίσθηση δόνησης, πτώση του άκρου ποδός και νευρογενής ουροδόχο κύστη. Τα ούρα ελέγχονται για μικρολευκωματίνη ή έκδηλη απώλεια πρωτεΐνης, μια πρώιμη ένδειξη νεφροπάθειας. O αυτοέλεγχος από το σπίτι των επιπέδων της γλυκόζης στο αίμα είναι απολύτως αναγκαίος βοηθώντας τους ασθενείς να ρυθμίζουν σύμφωνα με τα αποτελέσματα των εξετάσεων τις ημερήσιες δόσεις ινσουλίνης και να πετύχουν τον βέλτιστο μακροχρόνιο έλεγχο του διαβήτη.

Η ινσουλίνη ή οι υπογλυκαιμικοί παράγοντες χορηγούνται σύμφωνα με τη συνταγή, ενώ εξηγείται η δράση και η χρήση τους. Με τη βοήθεια ενός διαιτολόγου, σχεδιάζεται η δίαιτα βασιζόμενη στην προτεινόμενη ποσότητα θερμίδων, πρωτεϊνών, υδατανθράκων και λιπών. O ασθενής μαθαίνει με ποιον τρόπο να επιλέγει την ανταλλαγή των τροφίμων και με ποιον τρόπο να διαβάζει τις ετικέτες στα δοχεία των τροφίμων. Υπαγορεύεται ένα σταθερό και συνεπές επίπεδο καθημερινής άσκησης, ενώ συνιστάται και συμμετοχή σε ασκήσεις υπό επιτήρηση.

Oι υπογλυκαιμικές αντιδράσεις πρέπει να αντιμετωπίζονται γρήγορα με τη χορήγηση υδατανθράκων (χυμός πορτοκαλιού, μπάρα γλυκού, μέλι ή οποιαδήποτε τροφή που περιέχει ζάχαρη)· εφόσον είναι απαραίτητο, χορηγείται SC ή γλυκαγόνη IM ή δεξτρόζη IV (εάν ο ασθενής δεν έχει τις αισθήσεις του). Oι κρίσεις υπεργλυκαιμίας αντιμετωπίζονται αρχικά με τη συνταγογράφηση ενδοφλέβιων υγρών και ινσουλίνης και αργότερα με αντικατάσταση του καλίου με βάση τις εργαστηριακές τιμές.

Παρέχεται και δίνεται έμφαση στη φροντίδα του δέρματος και ειδικότερα των ποδιών και των άκρων των ποδιών. Oι ασθενείς πρέπει να μάθουν τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να εξετάζουν καθημερινά τα πόδια τους, να κοιτούν για αίσθηση στην αφή και στη δόνηση όπως επίσης για κίνηση, σφίξεις, την επαναπλήρωση τριχοειδών και την ακεραιότητα του δέρματος. Όλες οι κακώσεις, τα κοψίματα και οι φλύκταινες πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα. O ασθενής πρέπει να αποφεύγει τις σφικτές κάλτσες, παντόφλες, υποδήματα, τα λινά σεντόνια, καθώς και να περπατά ξυπόλυτος. O ασθενής πρέπει να προστρέχει σε κάποιον ποδίατρο για την αυξημένη φροντίδα των ποδιών και προειδοποιείται ότι η μειωμένη αίσθηση μπορεί να καλύπτει τις κακώσεις. Για τον έγκαιρο εντοπισμό της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας συνιστάται η τακτική οφθαλμολογική εξέταση.

O ασθενής ενημερώνεται σχετικά με τον διαβήτη, τις πιθανές επιπλοκές και τη διαχείρισή τους, καθώς και τη σημασία τήρησης της συνταγογραφημένης θεραπείας. O ασθενής μαθαίνει τη σημασία διατήρησης των κανονικών επιπέδων της αρτηριακής πίεσης (120/80 ή χαμηλότερα). O έλεγχος ακόμα και της ήπιας έως μέτριας υπέρτασης οδηγεί σε λιγότερες διαβητικές επιπλοκές, ειδικότερα των νεφροπαθειών, εγκεφα-λοαγγειακών και καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Για την αυτοδιαχείριση σημαντικός είναι και ο περιορισμός της κατανάλωσης οινοπνεύματος σε περίπου ένα ποτό την ημέρα και την αποφυγή όλων των προϊόντων του καπνού. Προσφέρεται συναισθηματική υποστήριξη και μια ρεαλιστική αποτίμηση για την κατάσταση του ασθενούς· στη συγκεκριμένη αποτίμηση πρέπει να τονιστεί ότι με τη σωστή αντιμετώπιση μπορεί να πλησιάζει στον κανονικό τρόπο ζωής και τον προσδόκιμο χρόνο ζωής. Στον ασθενή βοηθιέται να αναπτύξει θετικές στρατηγικές ώστε να αντεπεξέλθει. Ο ασθενής και η οικογένεια μπορούν να προστρέχουν για την παροχή συμβουλών καθώς και σε τοπικές και εθνικές ομάδες υποστήριξης και ενημέρωσης.