Αγγλικός όρος

spirometer

Ορισμός

Συσκευή η οποία χρησιμοποιείται για τη μέτρηση των πνευμονικών όγκων και της ροής αέρα. Οι ακόλουθες είναι τυπικές μετρήσεις ενηλίκων όπως προκύπτουν από τη χρήση σπειρομέτρου: εισπνευστικός εφεδρικός όγκος: το ποσό που το άτομο μπορεί να εισπνεύσει με επιπλέον προσπάθεια μετά από κανονική εισπνοή· εκπνευστικός εφεδρικός όγκος: το ποσό του αέρα που μπορεί να εκπνευστεί μετά από κανονική εκπνοή· ανα-πνεόμενος όγκος αέρα: ο όγκος εισπνεόμενου ή εκπνεόμενου αέρα κατά την κανονική αναπνοή· ζωτική χωρητικότητα: ο μέγιστος όγκος αέρα που μπορεί να εκπνευσθεί μετά από μέγιστη εισπνοή· βίαιη ζωτική χωρητικότητα: ο εκπνεόμενος όγκος αέρα κατά τη μέγιστη εκπνοή.

Ετυμολογία

[Λατ. spirare, αναπνέω + Ελλ. metron, μέτρο]