Αγγλικός όρος
sternum
Ορισμός
Το στενό, επίπεδο οστό, πρόσθια στη μέση γραμμή του θώρακα. Αποτελείται από τρία τμήματα: τη λαβή, το σώμα και την ξιφοειδή
απόφυση.
Βλ.: Εικόνα
Ετυμολογία
[Λατ.]
Υπώνυμος όρος
cleft sternum
Το στενό, επίπεδο οστό, πρόσθια στη μέση γραμμή του θώρακα. Αποτελείται από τρία τμήματα: τη λαβή, το σώμα και την ξιφοειδή απόφυση.Βλ.: Εικόνα...