Αγγλικός όρος

element

Ορισμός

Στη χημεία, μια ουσία που δεν μπορεί να διασπαστεί περαιτέρω σε διαφορετικές από την ίδια ουσίες μέσω των συνήθων χημικών αντιδράσεων. Τα στοιχεία υφίστανται είτε ελεύθερα είτε σε συνδυασμένη μορφή. Yπάρχουν 110 γνωστά στοιχεία, αλλά και άλλα τα οποία δεν έχουν πλήρως χαρακτηριστεί και ονομαστεί. Το οξυγόνο, ο άνθρακας, το υδρογόνο, το άζωτο, ο φωσφόρος και το θείο υπάρχουν σε όλους τους ζώντες οργανισμούς. Τα 6 αυτά στοιχεία μαζί με το ασβέστιο αποτελούν το 99% της ανθρώπινης σωματικής μάζας. Το νάτριο, το κάλιο, το μαγνήσιο, το χλώριο, το ιώδιο και ο σίδηρος αποτελούν το 0.9% της σωματικής μάζας.

Ετυμολογία

[Λατ. elementum, στοιχείο]

Υπώνυμος όρος

trace element