Αγγλικός όρος
consent
Ορισμός
Η χορήγηση άδειας από τον ασθενή σε άλλο άτομο, προκειμένου να πραγματοποιηθεί κάποια ενέργεια (π.χ., άδεια για χειρουργική ή θεραπευτική διαδικασία, ή πείραμα το οποίο πρόκειται να πραγματοποιηθεί από έναν ιατρό, νοσηλευτή, οδοντίατρο ή άλλο επαγγελματία του χώρου της υγείας).
Υπώνυμος όρος
implied consent
informed consent