Αγγλικός όρος

symptom

Ορισμός

Οποιαδήποτε μεταβολή στο σώμα ή στις λειτουργίες του, όπως εκλαμβάνεται από τον ασθενή. Ένα σύμπτωμα αντιπροσωπεύει την υποκειμενική εμπειρία μιας πάθησης. Τα συμπτώματα περιγράφονται από τον ασθενή στα παράπονά του ή στο ιστορικό της παρούσας ασθένειας. Αντίθετα, τα σημεία αποτελούν αντικειμενικά ευρήματα τα οποία παρατηρούνται από τον ιατρό κατά την εξέταση των ασθενών.

Η γενική ανάλυση συμπτωμάτων γίνεται κατά τους παρακάτω άξονες: έναρξη: ημερομηνία, χαρακτήρας (σταδιακή ή αιφνίδια) και προκλητικοί παράγοντες - χαρακτηριστικά: χαρακτήρας, θέση, αντανάκλαση, οξύτητα, χρόνος, παράγοντες που επιβαρύνουν ή απαλύνουν το σύμπτωμα και συνοδά συμπτώματα - πορεία μετά την έναρξη: επίπτωση, πρόοδος και αποτελέσματα θεραπείας.

Ετυμολογία

[Ελλ. symptoma, σύμπτωμα]

Υπώνυμος όρος

accessory symptom
accidental symptom
alarm symptom
assident symptom
cardinal symptom
concomitant symptom
constitutional symptom
delayed symptom
direct symptom
dissociation symptom
equivocal symptom
focal symptom
general symptom
indirect symptom
labyrinthine symptom
local symptom
symptom management.
negative pathognomonic symptom
objective symptom
passive symptom
pathognomonic symptom
presenting symptom
prodromal symptom
rational symptom
signal symptom
static symptom
subjective symptom
supratentorial symptom
sympathetic symptom
withdrawal symptom