Αγγλικός όρος

injury

Ορισμός

Άμεσο ή διεισδυτικό τραύμα ή καταστροφή ενός τμήματος του σώματος.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Μπορεί να υπάρχει ποικιλία συμπτωμάτων που εξαρτώνται από την φύση, την έκταση και την βαρύτητα της βλάβης. Ο ήπιος τραυματισμός συνοδεύεται από άλγος, οίδημα των ιστών, ερυθρότητα και προσωρινή απώλεια της λειτουργικότητας του ιστού. Ο σοβαρός τραυματισμός μπορεί να έχει αποτέλεσμα μία μη αναστρέψιμη απώλεια της λειτουργίας ενός οργάνου, μαζική αιμορραγία ή καταπληξία.

Ετυμολογία

[Λατ. injurius, άδικος]

Υπώνυμος όρος

acceleration injury
acceleration-decelaration injury
acute lung injury
birth injury
blast injury
immersion injury
inhalation injury
internal injury
primary injury
repetitive strain injury
risk for injury
secondary hypoxic injury
steering wheel injury
straddle injury
transfusion-related acute lung injury
traumatic brain injury
ventilator-induced lung injury