Αγγλικός όρος

trachoma

Ορισμός

Ένας χρόνιος, μεταδοτικός τύπος επιπεφυκίτιδας, που είναι μία από τις κύριες αιτίες τύφλωσης στον κόσμο. Προκαλείται από το Chlamydia trachomatis, που είναι ενδημικό σε Αφρική, Ινδία και Μέση Ανατολή και παρατηρείται επίσης στις νοτιοανατολικές ΗΠΑ. Η ασθένεια μεταδίδεται από μύγες, ενδύματα, κλινοσκεπάσματα και χέρια μολυσμένα από εξίδρωμα. Στην συνέχεια, η φλεγμονή ακολουθείται από τη δημιουργία ουλών, που προκαλούν την θόλωση του κερατοειδούς.

Το τράχωμα αντιμετωπίζεται με εκ του στόματος τετρακυκλίνη ή σουλφοναμίδια για 3 έως 6 εβδομάδες, αλλά σε ενδημικές περιοχές είναι συχνή η επαναλοίμωξη. Είναι απαραίτητη η εγχείρηση όταν συμβαίνουν παραμορφώσεις βλεφάρων.

Συνώνυμο

Egyptian ophthalmia, granular conjunctivitis

Ετυμολογία

[Ελλ., τραχύτητα]

Υπώνυμος όρος

brawny trachoma
trachoma deformans
diffuse trachoma