Αγγλικός όρος

hair

Ορισμός

1. Μια νηματοειδής δομή που αποτελείται από κερατίνη και εκφύεται από το δέρμα των θηλαστικών.

2. Συνολικά, οι νηματοειδείς δομές που σχηματίζουν το τρίχωμα των ζώων ή αναπτύσσονται στο δέρμα των ανθρώπων.

Η τρίχα είναι ένα λεπτό, εύκαμπτο στέλεχος κερατινοποιημένων κυττάρων που αναπτύσσεται από μια κυλινδρική εγκόλπωση της επιδερμίδας, το τριχοθυλάκιο. Κάθε τρίχα αποτελείται από ένα ελεύθερο τμήμα ή στέλεχος και μια ρίζα που είναι έγκλειστη εντός του θύλακα. Το στέλεχος αποτελείται από τρεις κυτταρικές στοιβάδες: την επιδερμίδα ή εξωτερική στοιβάδα· το φλοιό που σχηματίζει το βασικό κερατώδες τμήμα της τρίχας· και το μυελό, τον κεντρικό άξονα. Το χρώμα της τρίχας οφείλεται στη χρωστική που περιέχεται στο φλοιό.

Η τρίχα σε κάθε μέρος του σώματος έχει μια καθορισμένη περίοδο ανάπτυξης, μετά την οποία αποπίπτει. Στους ενήλικες παρατηρείται μια συνεχής σταδιακή απώλεια και αντικατάσταση του τριχωτού. Οι τρίχες των φρυδιών έχουν διάρκεια ζωής μόλις 3 έως 5 μήνες· εκείνες του τριχωτού της κεφαλής από 2 έως 5 έτη. Η φαλάκρα ή αλωπεκίαση εκδηλώνεται, όταν ο ρυθμός αντικατάστασης είναι μικρότερος από το ρυθμό απώλειας. Μπορεί να είναι κληρονομική ή να οφείλεται σε παθολογικές καταστάσεις, όπως είναι οι λοιμώξεις ή οι βλάβες από ακτινοβολία. Παράγοντες που είναι κυτταροτοξικοί και χρησιμοποιούνται στη χημειοθεραπεία μπορεί να προκαλέσουν παροδική απώλεια των μαλλιών.

Ετυμολογία

[Αγγλ. Σαξ. haer]

Υπώνυμος όρος

auditory hair
bamboo hair
beaded hair
burrowing hair
gustatory hair
ingrown hair
kinky hair
lanugo hair
monoliform hair
moth-eaten hair
hair papilla
pubic hair
sensory hair
tactile hair
taste hair
terminal hair
twisted hair