Αγγλικός όρος

palate

Ορισμός

Η οριζόντια ανατομική δομή που διαχωρίζει τη στοματική από τη ρινική κοιλότητα; η οροφή του στόματος, υποστηριζόμενη στο πρόσθιο τμήμα της από τα γναθικά και υπερώια οστά.

ΔΙΑΦΟΡΙΚΗ ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Κηλίδες του Koplik: Εξάνθημα συχνά παρατηρούμενο επί της υπερώας κατά την ιλαρά. Δευτερογενής σύφιλη: Αναγνωρίζεται από την παρουσία βλεννωδών κηλίδων επί της υπερώας. Έρπης του φάρυγγα: Χαρακτηρίζεται από φυσαλίδες επί των φαρυγγικών τοιχωμάτων και της μαλθακής υπερώας. Οίδημα της σταφυλής: Σημειώνεται σε φλεγμονές του φάρυγγα και των αμυγδαλών, νεφρίτιδα, βαριές αναιμίες και αγγειονευρωτικό οίδημα. Στη διφθερίτιδα και στην κυνάγχη του Vincent, εμφανίζεται ένα μεμβρανώδες επίχρισμα. Σε κάποιες αιμορραγικές διαθέσεις, παρατηρείται αιματηρή εξαγγείωση. Σάρκωμα τον Kaposi: Μπορεί να εμφανιστούν σκουρόχρωμες, πορφυρές αλλοιώσεις στη σκληρή και μαλθακή υπερώα. Παράλυση: Μπορεί να προκληθεί από διφθερίτιδα, προμηκική παράλυση, νευρίτιδα, βασική μηνιγγίτιδα ή κάποιο όγκο στη βάση του εγκεφάλου. Αναισθησία: Παρατηρείται σε παθολογικές καταστάσεις του δεύτερου κλάδου του πέμπτου νεύρου.

Ετυμολογία

[Λατ. palatum, υπερώα]

Υπώνυμος όρος

artifcial palate
bony palate
cleft palate
gothic palate
hard palate
incomplete palate
pendulous palate
primary palate
secondary palate
soft palate