Αγγλικός όρος

receptor

Ορισμός

1. Υποδοχέας.

Στη βιολογία του κυττάρου, μια δομή στην κυτταρική μεμβράνη ή εντός του κυττάρου που συνδέεται με το φάρμακο, την ορμόνη, το χημικό μεσολαβητή ή με ένα μολυσματικό παράγοντα για να αλλάξει κάποια λειτουργία του κυττάρου.

2. Αισθητική νευρική απόληξη

Συνώνυμο

ceptor

Ετυμολογία

[Λατ., υποδοχέας]

Υπώνυμος όρος

accessory receptor
adrenergic receptor
alpha adrenergic receptor
antigen receptor
auditory receptor
beta adrenergic receptor
cell receptor
chemokine receptor
cholinergic receptor
complement receptor
contact receptor
cutaneous receptor
distance receptor
drug receptor
gravity receptor
homing receptor
immunologic receptor
killer cell inhibitory receptor
olfactory receptor
optic receptor
proprioceptive receptor
rotary receptor
ryanodine receptor
sensory receptor
stretch receptor
taste receptor
temperature receptor
touch receptor