Αλεξάνδρα Γκίτση

Τα καλά νέα είναι ότι το 2024 ο πληθωρισμός στα τρόφιμα θα υποχωρήσει σε χαμηλό μονοψήφιο ποσοστό. Τα κακά νέα είναι ότι και το 2024 οι τιμές σε βασικά είδη πρώτης ανάγκης θα συνεχίσουν να αυξάνονται. Με χαμηλότερο ρυθμό σε σχέση με τη φετινή χρονιά, αλλά χωρίς προοπτική να επιστρέψουν στα προ κρίσης επίπεδα.

«Οι υψηλές τιμές θα παραμείνουν, δεν πιστεύει κανείς ότι θα επιστρέψουμε στις τιμές του 2020», είπε πρόσφατα από το βήμα του 14ου Συνεδρίου του ΙΕΛΚΑ ο Βάιος Δημοράγκας, managing director της NielsenIQ για την Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Εκτίμηση που ασπάζονται όλοι και απεύχεται η κυβέρνηση, η οποία φιλοδοξεί να ρίξει τον πληθωρισμό με την πρωτοβουλία της «μόνιμης μείωσης τιμής» τουλάχιστον κατά 5% μέχρι τον ερχόμενο Μάιο. Μέχρι τώρα, στη συγκεκριμένη πρωτοβουλία έχουν ενταχθεί περισσότεροι από 1.100 κωδικοί, όταν στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Circana, κυκλοφορούν περισσότερα από 74.377 προϊόντα σταθερού barcode, εκ των οποίων τα 4.424 είναι ταχυκίνητοι κωδικοί.

Όσο για τους καταναλωτές, που είναι σε μεγάλο βαθμό πιεσμένοι από την οικονομική κρίση, τα μνημόνια, την πανδημία και την τελευταία πληθωριστική κρίση, δεν περιμένουν κάτι άλλο πέρα από την περαιτέρω συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους. Μέσα σε μια χρονιά, λόγω του πληθωρισμού, πλήρωσαν 18% περισσότερα χρήματα για τα ίδια προϊόντα που είχαν αγοράσει το 2021, αναφέρει έρευνα της NielsenIQ που πραγματοποιήθηκε σε 59 χώρες.

Παρότι ο πληθωρισμός επηρεάζει το σύνολο των καταναλωτών σε όλο τον κόσμο και φυσικά στην Ευρώπη, άρα δεν αποτελεί αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, οι Έλληνες καταναλωτές βρίσκονται σε πολύ χειρότερη μοίρα από τους Ευρωπαίους. Το 31% των Ελλήνων (από 32% το 2022) αισθάνεται οικονομική ανασφάλεια, όταν στην Ευρώπη το ποσοστό υποχώρησε εφέτος στο 19% από 23% που ήταν το 2022. Με 9 στους 10 Έλληνες καταναλωτές να λαμβάνουν μέτρα για να ελέγξουν τα οικονομικά τους, να μειώσουν τα έξοδα, να κινηθούν εντός προϋπολογισμού ακόμη και να αναβάλουν κάποια μεγάλη αγορά ή τον γάμο τους. Στην Ευρώπη, το αντίστοιχο ποσοστό είναι στο 80%.

Για να αντεπεξέλθουν στην πίεση που δέχονται οι Έλληνες καταναλωτές αναζητούν και βρίσκουν λύσεις όπως η μετακίνηση στα προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας ή ο περιορισμός της διασκέδασης εκτός σπιτιού. Αυτό συντηρεί την κατανάλωση στα ίδια επίπεδα με το 2022, παρά τις ανατιμήσεις.

Το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου η κατανάλωση κατέγραψε οριακή πτώση 0,7% -σ' αυτό βοήθησε και το Airbnb και η μετακίνηση της κατανάλωσης από την εστίαση στο σπίτι. Η NielsenIQ εκτιμά ότι για το σύνολο της χρονιάς θα κινηθεί είτε οριακά πτωτικά είτε στα ίδια επίπεδα με πέρυσι.

Για το 2024 πάντως τα στελέχη των προμηθευτών και της βιομηχανίας, με βάση έρευνα που «έτρεξε» η NielsenIQ, εμφανίζονται περισσότερο αισιόδοξα σε σχέση με πέρυσι. Επτά στα 10 (ποσοστό 68% από 38% πέρυσι) στελέχη από τον κλάδο των FMCGs προβλέπουν σταθερότητα της κατανάλωσης, μείωση 2-5% της κατανάλωσης αναμένει το 12% του δείγματος (πέρυσι το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 44%), ενώ αύξηση 2-5% προβλέπει το 12% του δείγματος.

Το βασικό σενάριο της Circana για την πορεία των πωλήσεων σε αξία την επόμενη χρονιά προβλέπει ανάπτυξη 4,8% από 8,4% εφέτος. Στα τρόφιμα εκτιμάται ότι θα καταγραφεί αύξηση πωλήσεων κατά 5,2% έναντι 8,5% εφέτος, στα προϊόντα προσωπικής υγιεινής και φροντίδας 3,2% έναντι 8% και στα προϊόντα για το σπίτι 4,5% από 8,3% εφέτος.

Η ανάπτυξη αυτή συνδέεται άμεσα με το νέο κύμα ανατιμήσεων. Σύμφωνα με το βασικό σενάριο της Circana, που παρουσίασε η Δήμητρα Κατσίπη, sales director της εταιρείας, στο πρόσφατο συνέδριο του ΙΕΛΚΑ, το 2024 προβλέπονται ανατιμήσεις 4,5% στο σύνολο των FMCGs (πρόκειται για ταχυκίνητους κωδικούς) από 7,3% εφέτος.

Στα τρόφιμα εκτιμάται ότι οι ανατιμήσεις θα κινηθούν στο +4,6%, όταν εφέτος ήταν στο +7,2%, στα προϊόντα προσωπικής υγιεινής και φροντίδας στο +4% από 7,2% και στα προϊόντα για το σπίτι στο +5,7% έναντι ανατιμήσεων 9,2% που καταγράφηκαν τη φετινή χρονιά.

 

Πηγές:
euro2day

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Επίσκεψη Γεωργιάδη στο "Βοστάνειο" Μυτιλήνης
Αντικείμενα στην κουζίνα που περιέχουν επικίνδυνα χημικά
Οι γενετικοί παράγοντες πιό σημαντικοί για το προσδόκιμο ζωής έναντι της διατροφής [μελέτη]