Τρεις ημέρες μετά την τραγωδία των Τεμπών, η Μονάδα Τραύματος και Διαταραχών Στρες της Γ΄ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής ΑΠΘ στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ εξέδωσε ανακοίνωση και ανάρτησε στα κοινωνικά δίκτυα τη διαθεσιμότητά της να παράσχει υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας σε επιβαίνοντες στη μοιραία αμαστοστοιχία. Στην πρόσκληση ανταποκρίθηκαν 41 επιβαίνοντες, εκ των οποίων οι 34 (82,92%) εμφάνιζαν διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD) και 7 (17,07%) οξεία διαταραχή στρες.

"Σε ένα τόσο ιδιαίτερο, καταστροφικό και με μαζικές απώλειες ατύχημα, είναι χρήσιμο να καταγραφεί η επίδραση του στην ψυχική υγεία των επιζώντων. Επίσης, θα ήταν σημαντικό, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, να διερευνηθούν οι παράμετροι εκείνες, π.χ. εγγύτητα στο γεγονός, φύλο, προηγούμενο ιστορικό κ.α., οι οποίες θα μπορούσαν να επηρεάσουν το αποτέλεσμα όσον αφορά την ψυχική υγεία των επιζώντων", αναφέρεται στη μελέτη των ψυχιάτρων της Μονάδας, με επικεφαλής τον διευθυντή της Γ Ψυχιατρικής Κλινικής του ΑΠΘ, καθηγητή Κωνσταντίνο Φουντουλάκη (φωτογραφία), η οποία δημοσιεύτηκε πριν από λίγες ημέρες. Η ερευνητική εργασία καταγράφει αναλυτικά τη διάγνωση, την θεραπευτική προσέγγιση και την έκβαση των επιβατών που έλαβαν υπηρεσίες ψυχικής υγείας από τη Μονάδα Τραύματος, το προφίλ τους και το βαθμό που αυτό επηρέασε το αποτέλεσμα. Επίσης, καταθέτει μια εκτίμηση για την επίπτωση του PTSD στον συνολικό αριθμό των επιζώντων, αντλώντας δεδομένα από το πόρισμα του ΕΟΔΑΣΑΑΜ.

Οι 41 που επισκέφθηκαν τη Μονάδα

Από τους 41 επιζώντες που επισκέφθηκαν τη Μονάδα, οι 18 είναι άνδρες (43,9% ηλικίας 28,83±10,83 ετών) και 23 γυναίκες (56,10% ηλικίας 32,87±14,16 ετών). Δεν υπήρχε στατιστική διαφορά μεταξύ των δυο φύλων σε σχέση με την ηλικία.

Σχεδόν οι μισοί (22, ή το 53,66%) επέβαιναν στο πρώτο βαγόνι της Β θέσεως (Β2). Αυτοί αντιστοιχούν στο 64,71% (22/34) όσων επιβίωσαν από το συγκεκριμένο βαγόνι. Οι 15 είχαν τραυματιστεί από τη σύγκρουση.

Τα ποσοστά προσέλευσης είναι 8,72 φορές υψηλότερα για το Β2 βαγόνι σε σύγκριση με τα Β3-Β7 και ταιριάζουν με το σχετικό κίνδυνο θανάτου των βαγονιών που είναι 25πλάσιος (25,94) για το βαγόνι Β2 σε σχέση με τα Β3-Β9. "Δηλαδή 25πλάσιος κίνδυνος θανάτου οδηγεί σε 9πλάσια αναζήτηση ψυχιατρικής φροντίδας", όπως αναφέρουν οι μελετητές.

Σε ό,τι αφορά προηγούμενο ιστορικό, 19 από τους 41 που εξετάστηκαν εμφάνιζαν κάποια προϋπάρχουσα ψυχική διαταραχή.

Διάγνωση

Οι 34 (82,92%) από τους 41 εμφάνιζαν διαταραχή μετατραυματικού στρες ή PTSD και 7 (17,07%) οξεία διαταραχή στρες. Οι τελευταίοι δεν παρέμειναν σε παρακολούθηση αρκετά για να φανεί το κατά πόσον θα εξελισσόταν σε PTSD και η έκβασή τους είναι άγνωστη. Οι 34 με PTSD αντιπροσωπεύουν το 11,52% του συνόλου των 295 επιβατών που επέζησαν. Με βάση την εκτίμηση ότι ως και 59 από το σύνολο των επιβαινόντων εμφάνισαν PTSD, οι μελετητές υποστηρίζουν ότι κατ΄ ελάχιστον η Μονάδα Τραύματος και Διαταραχών Στρες της Γ Πανεπιστημιακής Ψυχιατρικής Κλινικής αντιμετώπισε το 57,62% των περιπτώσεων PTSD (34/59).

Θεραπευτική αντιμετώπιση και έκβαση

Από τους ασθενείς που ζήτησαν βοήθεια, 26/41 (63,14%) έλαβαν φαρμακοθεραπεία, στη συντριπτική πλειοψηφία με βάση τα αντικαταθλιπτικά. Είκοσι άτομα (20/41, ή 48,78%) συμμετείχαν σε οργανωμένη ομαδική ψυχοθεραπεία με ομάδες που δημιουργήθηκαν για το σκοπό αυτό ειδικά, με πάνω από τους μισούς να συμμετέχουν σε άνω των 10 συνεδριών, ενώ περίπου το 25% συμμετείχε σε άνω των 18 συνεδριών. Συνολικά το 58,54% εμφάνισε σημαντική βελτίωση, το 7,32% επιδείνωση ενώ οι υπόλοιποι διέκοψαν τη θεραπευτική διαδικασία πριν γίνει τελική εκτίμηση (34,14%).

Το σύμπτωμα που αποδείχθηκε περισσότερο ανθεκτικό στη θεραπεία ήταν οι διαταραχές ύπνου, ωστόσο δεν ποσοτικοποιήθηκε.

Οι άντρες εμφάνιζαν μια συνολικά αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσουν βελτίωση, σε σχέση με τις γυναίκες.

Η παρουσία σωματικού τραυματισμού αύξανε την πιθανότητα να μην εμφανίσουν βελτίωση οι γυναίκες, ενώ δεν επηρέαζε καθόλου τους άντρες.

Συμπεράσματα

Η βιβλιογραφία αναφέρει ποικίλα ποσοστά ανάπτυξης PTSD μετά από διαφορετικά ψυχοτραυματικά γεγονότα. Φαίνεται ότι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του τραύματος παίζουν καθοριστικό ρόλο αλλά δύσκολα μπορεί να αναπτυχθεί κάποια στέρεη θεωρητική ερμηνεία. Όπως αναφέρουν οι συγγραφείς της ερευνητικής εργασίας (Κωνσταντίνος Φουντουλάκης, Κωνσταντίνα Τσιγγένη, Γρηγόριος Καρακατσούλης), ενώ η κρατούσα άποψη είναι ότι η έκθεση σε προσωποποιημένο κίνδυνο (π.χ. διαπροσωπική ή οικογενειακή βία, βιασμό, απαγωγή κ.τ.λ.) έχει αυξημένες πιθανότητες ανάπτυξης PTSD σε σχέση με τις απρόσωπες μαζικές καταστροφές, τα ποσοστά μετά από τροχαία ατυχήματα που αναφέρονται να είναι έως και 23% είναι υψηλότερα από τα αναφερόμενα μετά από έκθεση σε σεξουαλική βία (11,4%), ακόμα και βιασμό (19%).

"Το ποσοστό ανάπτυξης PTSD σε μαζικές καταστροφές αναφέρεται ότι είναι 10% - 20%. Ωστόσο μια πρόσφατη μετα-ανάλυση υπολογίζει το ποσοστό ανάπτυξης PTSD μετά από μαζική καταστροφή σε 18,57%, καταρρίπτοντας έτσι τις όποιες θεωρίες έχουν διατυπωθεί, καθώς το ποσοστό αυτό είναι πολύ κοντά στο ποσοστό που αναφέρεται για ατυχήματα ή σεξουαλική βία», σημειώνουν οι επιστήμονες και προσθέτουν: "Από τη στιγμή που θα αναπτυχθεί PTSD, φαίνεται ότι σε σημαντικό ποσοστό ασθενών, τα συμπτώματά της επιμένουν ακόμα και δεκαετίες μετά το γεγονός".

Αβεβαιότητα επικρατεί στη βιβλιογραφία όσον αφορά τους παράγοντες κινδύνου. Τα κύρια μοντέλα πρόβλεψης υποδεικνύουν ως σημαντικότατους προγνωστικούς παράγοντες την ύπαρξη παιδικού τραύματος, τις χρόνιες αντιξοότητες, καθώς και προβλήματα στην οικογένεια. Το γυναικείο φύλο φαίνεται ότι επίσης είναι παράγοντας κινδύνου, αλλά αυτό δεν επιβεβαιώθηκε από τα ευρήματα της παρούσας μελέτης καθώς άντρες και γυναίκες ζήτησαν βοήθεια σε ίδιο βαθμό. Τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά του γεγονότος και του τραύματος παίζουν επίσης ρόλο, με την εγγύτητα, τη διάρκεια και τη σοβαρότητα του τραύματος να έχουν αντίκτυπο αυξάνοντας τις πιθανότητες, και αυτό επιβεβαιώθηκε από την παρούσα μελέτη.

"Ενδιαφέρον είναι ότι η εγγύτητα πιθανόν έχει ίδια βαρύτητα με τη σοβαρότητα του σωματικού τραυματισμού. Αυτό επίσης επιβεβαιώθηκε από τα ευρήματά μας καθώς ο σωματικός τραυματισμός και το συγκεκριμένο βαγόνι (άρα η εγγύτητα) αποτέλεσαν παράγοντα που προέβλεψε το κατά πόσον ζήτησαν οι ασθενείς ψυχιατρική βοήθεια", επισημαίνεται. Υπάρχουν ενδείξεις ότι η ευαισθησία στην PTSD επηρεάζεται και από 7 γενετικούς παράγοντες με το 30% της διακύμανσης να ερμηνεύεται με βάση τους παράγοντες αυτούς. Αυτό δεν εκτιμήθηκε από την παρούσα μελέτη.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
Έγκαιρη διάγνωση της πολλαπλής σκλήρυνσης με εξέταση αίματος
Η Διεθνής Ομοσπονδία Θαλασσαιμίας κυκλοφορεί τη 2η έκδοση του οδηγού ''Γνώρισε τα Δικαιώματά σου''
Φάρμακα GLP-1: Τι συμβαίνει με το σωματικό βάρος όταν κάποιος παραλείπει μια δόση περιστασιακά; [μελέτη]