Του Δημήτρη Καραγιώργου

‘Φακελάκι’, λίστες αναμονής και πλασματική ζήτηση υπηρεσιών, αποτελούν τα χρόνια προβλήματα του ΕΣΥ. Οι ασθενείς ταλαιπωρούνται, αναζητώντας μάταια ανθρώπινες συνθήκες την ώρα της ανάγκης. Σε απόγνωση είναι γιατροί και νοσηλευτές.

Ελάχιστοι, με εξευτελιστικούς μισθούς, προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στο χάος της καθημερινότητας των νοσοκομείων. Το ΙΑΤΡΟΝΕΤ παρουσιάζει τις 10 ‘πληγές’ του Εθνικού Συστήματος Υγείας, οι οποίες αποτελούν και τα βασικά αίτια για την απογοήτευση των ασθενών.

1. Παραοικονομία: Δεν υπάρχει Έλληνας που να μην έχει δώσει ‘φακελάκι’ σε γιατρό νοσοκομείου, προκειμένου να χειρουργηθεί ο ίδιος ή κάποιος συγγενής του. Δεν υπάρχει, επίσης, Έλληνας που να έχει υποβληθεί σε μία εξέταση ή ιατρική πράξη, για την οποία δεν του δόθηκε απόδειξη.

Η παραοικονομία στο χώρο της Υγείας εκτιμάται ότι ανέρχεται (με στοιχεία του 2006) στο 1,8 δισεκατομμύριο ευρώ.

Το μεγαλύτερο μέρος του ποσού αυτού, οφείλεται στη φοροδιαφυγή (δεν δίνονται αποδείξεις) ή στις λεγόμενες ‘άτυπες πρόσθετες πληρωμές’ που κάνουν οι ασθενείς προς τους επαγγελματίες Υγείας.

Το πρόβλημα δεν αφορά μόνον τα νοσοκομεία. Αφορά το σύνολο του συστήματος παροχής υπηρεσιών Υγείας. Λειτουργεί, τελικά, σε βάρος του ασθενούς και του κράτους, το οποίο χάνει πόρους (από τη μη φορολόγηση). Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι η Ελλάδα εμφανίζεται ως ‘πρωταθλήτρια’ στις ιδιωτικές δαπάνες Υγείας.

2. Λίστες αναμονής: Το ΕΣΥ…σπρώχνει τους ασθενείς προς τον ιδιωτικό τομέα. Η διαπίστωση γίνεται εύκολα, αν μελετήσει κανείς τον τρόπο υποδοχής και νοσηλείας των ασθενών στα δημόσια νοσοκομεία.

Στα επείγοντα των νοσοκομείων, η κατάσταση είναι αφόρητη. Για να βγουν αποτελέσματα εξετάσεων, μπορεί να περιμένει κανείς έως και ένα μήνα.

Τραγικές είναι οι καθυστερήσεις στους καρκινοπαθείς. Για να υποβληθεί κάποιος σε ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία, μπορεί να χρειαστεί να περιμένει έως και περισσότερους από τρεις μήνες! Τρεις μήνες ή και περισσότερο, περιμένουν να χειρουργηθούν ορισμένοι χρόνιοι ογκολογικοί ασθενείς.

Μικρότεροι είναι οι χρόνοι αναμονής για τα γενικά χειρουργικά περιστατικά, με την παραοικονομία να παίζει το ρόλο της…

3. Ελλείψεις προσωπικού: Τα τελευταία χρόνια, βελτιώθηκε σημαντικά η εικόνα των δημόσιων νοσοκομείων στον ξενοδοχειακό τομέα. Διαμορφώθηκαν καλύτεροι θάλαμοι και δημιουργήθηκαν καλύτερες υποδομές, κυρίως λόγω του πακτωλού των χρημάτων που εισέρευσαν στη χώρα μας από τα κοινοτικά ταμεία.

Δεν υπήρξε, όμως, παράλληλη βελτίωση στον τομέα της στελέχωσης, προκειμένου να αξιοποιηθούν οι βελτιώσεις προς όφελος των ασθενών. Τουλάχιστον 25.000 οργανικές θέσεις νοσηλευτών είναι σήμερα κενές στο ΕΣΥ, ενώ απαιτούνται ακόμη 3.000 γιατροί, ώστε να λειτουργούν επαρκώς τα νοσοκομεία.

Στην εφημερία, μία νοσηλεύτρια καλείται να φροντίσει τους ασθενείς ολόκληρης της κλινικής, ενώ οι γιατροί καλούνται να εργαστούν σε δύσκολες συνθήκες και περισσότερες από 24 ώρες, με μισθούς πείνας.

Το υπουργείο Υγείας έχει εξαγγείλει 4.500 προσλήψεις γιατρών και 5.500 νοσηλευτών, αλλά οι σχετικές διαδικασίες δεν έχουν αποδώσει καρπούς. Την ίδια ώρα, χιλιάδες γιατροί και νοσηλευτές παραιτούνται ή συνταξιοδοτούνται…

4. Ελλείμματα – χρέη: Αυτό που κάνει άριστα το ΕΣΥ, είναι να ‘παράγει’ ελλείμματα και χρέη. Από το 2004 μέχρι σήμερα, έχει δημιουργηθεί νοσοκομειακό χρέος, ύψους 6 δισεκατομμυρίων ευρώ, το οποίο η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα προσπαθήσει να ρυθμίσει.

Το χρέος των νοσοκομείων δείχνει δύο βασικά, πολιτικά προβλήματα:

Το πρώτο είναι ότι το κράτος επιθυμεί να αποσυρθεί από τη διαδικασία της δωρεάν παροχής υπηρεσιών Υγείας. Την πρόθεση αυτή, επιδεικνύει σταθερά και απαρέγκλιτα τις τελευταίες δεκαετίες, μετακυλύοντας το κόστος λειτουργίας των νοσοκομείων, όλο και περισσότερο, στα ασφαλιστικά Ταμεία.

Άρα, στους πολίτες.

Η φράση ‘δωρεάν Υγεία’, τείνει να γίνει το πιο σύντομο ανέκδοτο στην Ελλάδα. Οι πολίτες ακούν, κάθε τόσο, τις πολιτικές ηγεσίες του υπουργείου Υγείας να μιλούν για ελλειμματικά νοσοκομεία. Το νοσοκομείο δεν είναι επιχείρηση για να λειτουργεί με όρους ‘ελλείμματος’ ή ‘πλεονάσματος’.

Τα σύγχρονα κράτη καλύπτουν τα ελλείμματα που παράγει η κοινωνική τους πολιτική. Το νοσοκομείο, εξάλλου, δεν μπορεί να έχει κέρδη, καθώς δεν είναι σε θέση να διαμορφώσει την τιμή του ‘προϊόντος’ που ‘πουλάει’.

Το δεύτερο πρόβλημα, είναι η αδιαφάνεια στις προμήθειες. Η κατάσταση αυτή διογκώνει το κόστος των νοσοκομείων και ευνοεί την κυκλοφορία ‘μαύρου’ χρήματος. Η ενόχληση των πολιτικών ηγεσιών στο θέμα αυτό, είναι μάλλον υποτονική.

Θα έλεγε κανείς ότι δεν ενοχλούνται καν, επιτρέποντας την κατάσταση να διαιωνίζεται…

Συχνά – πυκνά, ωστόσο, σπεύδουν να καταγγείλουν προς τα ΜΜΕ τα ‘πιράνχας’, αφήνοντας σε άλλους (μάλλον στους πολίτες) το έργο της αντιμετώπισής τους!

5. Ανανέωση εξοπλισμού: Η απουσία ενδιαφέροντος από την πολιτεία για το ΕΣΥ, οδήγησε σε σταδιακή απαξίωση του εξοπλισμού του. Την ώρα που ο ιδιωτικός τομέας επενδύει σε μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας, ο δημόσιος βραδυπορεί.

Τα ιδιωτικά νοσοκομεία διαθέτουν μαγνητικούς τομογράφους και ό,τι άλλο μπορεί να χρειαστεί ο γιατρός, ενώ για παράδειγμα, το ‘Ιπποκράτειο’ της Αθήνας απέκτησε πριν από λίγες μέρες…. αξονικό τομογράφο!

6. Έλλειψη πρωτοβάθμιας φροντίδας: Η δημιουργία πρωτοβάθμιας φροντίδας, θα έδινε ανάσα στα νοσοκομεία και υπηρεσίες ποιότητας στους ασθενείς. Σκεφθείτε το εξής: Πόσο συχνά νοσηλεύεται ένας πολίτης κατά τη διάρκεια της ζωής του; Ελάχιστες φορές, εκτός αν έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας.

Πόσες φορές, όμως, πηγαίνει στο γιατρό; Δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες.

Με τη δημιουργία πρωτοβάθμιας φροντίδας, το ΕΣΥ θα είχε μία καταπληκτική ‘βιτρίνα’. Εξωτερικές μονάδες, με τον βασικό εξοπλισμό, θα μπορούσαν να παρέχουν στον πολίτη εξωνοσοκομειακή φροντίδα, χωρίς πολύωρες αναμονές στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων.

Την ίδια ώρα, τα νοσοκομεία δεν θα ‘φορτώνονταν’ με εκατοντάδες περιστατικά σε κάθε εφημερία και θα μπορούσαν να διαθέσουν πιο αποτελεσματικά το δυναμικό τους.

Η δημιουργία πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας δεν μπορεί να γίνει από το υπουργείο Υγείας. Προϋποθέτει κεντρική πολιτική απόφαση, επαρκή χρηματοδότηση και συμμετοχή πολλών υπουργείων, τα οποία είναι συναρμόδια σε ένα τέτοιο εγχείρημα.

Και δυστυχώς τίποτε δεν γίνεται...

7. Νοσοκομεία ‘δύο ταχυτήτων’: Είναι γνωστό, ότι τα περισσότερα περιφερειακά νοσοκομεία δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν μεγάλο μέρος των περιστατικών. Η αδυναμία τους οφείλεται στην έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και σε απουσία βασικών μονάδων.

Η κατάσταση αυτή δημιουργεί μία συνεχή ροή ασθενών από τα μικρότερα στα μεγαλύτερα νοσοκομεία. Είναι λογικό να μην είναι όλα τα νοσοκομεία τριτοβάθμιας περίθαλψης. Πόσο λογικό είναι, όμως, να μην μπορεί να δεχθεί παιδιατρικά περιστατικά το νοσοκομείο Μεσολογγίου, λόγω έλλειψης ειδικών γιατρών;

8. Ανεπαρκείς διοικήσεις: Πληθαίνουν οι φωνές διαμαρτυρίας για την ποιότητα των στελεχών που διοικούν τα δημόσια νοσοκομεία. Λίγοι είναι οι διοικητές που διέθεταν ανάλογη εμπειρία, πριν αναλάβουν τη θέση τους.

Το υπουργείο Υγείας ‘χαλάρωσε’ κι άλλο τα κριτήρια επιλογής τους, καταργώντας τη διάταξη, σύμφωνα με την οποία οι υποψήφιοι διοικητές του ΕΣΥ έπρεπε να αξιολογηθούν από ειδική επιτροπή της Βουλής. Ο εκάστοτε υπουργός Υγείας, μπορεί να διορίζει διοικητή νοσοκομείου όποιον θεωρεί ο ίδιος κατάλληλο, χωρίς να λογοδοτεί πια σε κανέναν.

9. Ειδικές μονάδες: Είναι χιλιάδες οι ελληνικές οικογένειες που καταστράφηκαν οικονομικά από πρόβλημα υγείας που αντιμετώπισε κάποιο μέλος τους. Ερευνητικά δεδομένα αναδεικνύουν ότι το 2,4% των ελληνικών νοικοκυριών αντιμετωπίζουν καταστροφικές δαπάνες υγείας, οι οποίες ξεπερνούν το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους.

Η καταστροφή αυτή έχει τις ρίζες της και στην ανεπάρκεια του δημόσιου συστήματος Υγείας. Οι ελλείψεις θέσεων νοσηλείας σε μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), είναι ένας από τους παράγοντες που οδηγούν σε οικονομική εξουθένωση.

Δεν είναι λίγα τα νοικοκυριά που επιλέγουν τη νοσηλεία σε ΜΕΘ ιδιωτικού νοσοκομείου, καταβάλλοντας ημερησίως 2.000 ή και 3.000 ευρώ.

Το ΕΣΥ είναι ‘γυμνό’ και από μονάδες αποκατάστασης. Χιλιάδες ασθενείς ή τραυματίες χρειάζονται πολύμηνη νοσηλεία σε τέτοιες μονάδες. Η έλλειψη δημόσιων μονάδων, υποχρεώνει τις οικογένειές τους να αναζητούν λύση στον ιδιωτικό τομέα ή στο εξωτερικό.

10. Πλασματική ζήτηση: η Ελλάδα διαθέτει σήμερα δυσανάλογα μεγάλο αριθμό γιατρών, σε σύγκριση με τον πληθυσμό της. Διαθέτει, επίσης, χιλιάδες μικρά ή μεγαλύτερα διαγνωστικά κέντρα, τα οποία αυξάνονται συνεχώς και καλούνται να επιβιώσουν σε μία χώρα με σταθερό πληθυσμό.

Η υπερπαραγωγή γιατρών και η άναρχη ανάπτυξη ιδιωτικών μονάδων πρωτοβάθμιας φροντίδας Υγείας, οδηγεί σε ‘έκρηξη’ της πλασματικής ζήτησης υπηρεσιών, την οποία πληρώνουν τα ασφαλιστικά Ταμεία. Οι πόροι αυτοί λείπουν, τελικά, από το δημόσιο σύστημα παροχής υπηρεσιών Υγείας και τους ασφαλισμένους.

Ειδήσεις υγείας σήμερα
‘’Η παιδιατρική στη σημερινή πραγματικότητα’’ - Διημερίδα στο Παπαγεωργίου
Εφαρμογή Ψηφιακών Εργαλείων για την Ποιότητα της Φροντίδας στον Ογκολογικό Τομέα
Ο αέρας που αναπνέουμε και η καρδιαγγειακή μας υγεία