Αγγλικός όρος

air

Ορισμός

Το αόρατο, άγευστο, άοσμο μείγμα αερίων που περιβάλλει τη γη. Ο καθαρός αέρας στην επιφάνεια της θάλασσας αποτελείται κατ όγκον περίπου από 78% άζωτο και 21% οξυγόνο. Το υπόλοιπο είναι υδρατμοί, διοξείδιο του άνθρακα και ίχνη αμμωνίας αργού, ήλιου, νέου, κρυπτού, ξένου και άλλων σπάνιων αεριών.

Ετυμολογία

[Ελλ. aer, αήρ]

Υπώνυμος όρος

alveolar air
complemental air
dead space air
functional residual air
liquid air
mechanical dead space air
minimal air
reserve air
residual air
room air
supplemental air
tidal air