Αγγλικός όρος

tonsil

Ορισμός

1. Μια μάζα λεμφικού ιστού στις βλεννώδεις μεμβράνες του φάρυγγα και της βάσης της γλώσσας. Η ελεύθερη επιφάνεια κάθε αμυγδαλής καλύπτεται με πολύστιβο επιθήλιο που σχηματίζει βαθιές εντομές, ή κρύπτες, που επεκτείνονται στο υπόστρωμα της αμυγδαλής. Οι υπερώιες αμυγδαλές, φαρυγγικές αμυγδαλές (αδενοειδείς) και γλωσσικές αμυγδαλές σχηματίζουν ένα δακτύλιο ανοσολογικά ενεργού ιστού.

2. Μια στρογγυλή μάζα στην κατώτερη επιφάνεια της παρεγκεφαλίδας που κείτεται πλευρικά της σταφυλής.

ΜΟΛΥΝΣΗ ΤΩΝ ΑΜΥΓΔΑΛΩΝ: Οι αμυγδαλές ανιχνεύουν και αποκρίνονται σε παθογόνα που εισβάλλουν στο στόμα μέσω του στόματος και της μύτης. Φλεγμονή των αμυγδαλών (αμυγδαλίτιδα) συμβαίνει κατά τη διάρκεια λοιμώξεων του ανώτερου αναπνευστικού που προκαλούνται από συνηθισμένους ιούς. Μολύνσεις από βήτα-αιμολυτικούς στρεπτόκοκκους ή, περιστασιακά, από Staphylococcus aureus μπορούν να εμφανισθούν ως πρωτογενείς μολύνσεις ή ύστερα από ιικές μολύνσεις, συνηθέστερα σε παιδιά και ανοσοκατεσταλμένους ενήλικες. Κλινικά, ο ασθενής θα έχει διογκωμένους, ερυθρούς, ευαίσθητους αδένες, συχνά καλυμμένους με φλεγμονώδες έκκριμα, το οποίο μπορεί να σχηματίσει μια ψευδομεμβράνη. Οι αμυγδαλές μπορεί να παραμείνουν μεγεθυσμένες ύστερα ερεθισμένες αμυγδαλές από πολλαπλές μολύνσεις, και μερικές φορές αφαιρούνται χειρουργικά (αμυγδαλεκτομή).

Ο ρευματικός πυρετός, μια αυτοάνοση φλεγμονώδης ασθένεια, αναπτύσσεται 2 με 3 εβδομάδες μετά από στρεπτοκοκκικές λοιμώξεις σε περίπου 3% των ασθενών. Θεωρείται ότι αντισώματα ενάντια στρεπτοκοκκικής φαρυγγίτιδας αντιδρούν διασταυρούμενα με αντιγόνα στην καρδιά και τις αρθρώσεις.

Υπώνυμος όρος

cerebellar tonsil
faucial tonsil
lingual tonsil
Luschka's tonsil
nasal tonsil
palatine tonsil
pharyngeal tonsil
tubal tonsil