Αγγλικός όρος

growth

Ορισμός

Η ανάτπυξη, η ωρίμανση ή η επέκταση των σωματικών δομών ή των γνωσιακών και ψυχοκοινωνικών ικανοτήτων. Η διαδικασία αυτή μπορεί να είναι φυσιολογική, όπως η ανάπτυξη ενός εμβρύου ή παιδιού, ή παθολογική, όπως η ανάπτυξη μιας κύστης ή ενός κακοήθους όγκου.
ΤΥΠΟΙ:
1. Γενική ανάπτυξη του σώματος παρατηρείται κατά την αύξηση του μεγέθους του σώματος και κατά την αύξηση του συνολικού βάρους των μυών και των διαφόρων εσωτερικών οργάνων. Η ανάπτυξη είναι συνήθως αργή και σταθερή, αλλά παρουσιάζει μια εμφανή επιτάχυνση ακριβώς μετά τη γέννηση και κατά την περίοδο της εφηβείας («αναπτυξιακή έκρηξη»).
2. Τα λεμφικά όργανα, όπως ο θύμος αδένας και οι λεμφαδένες, αναπτύσσονται ταχύτερα κατά τα πρώιμα στάδια της ζωής, με αποκορύφωμα της ανάπτυξής τους περίπου στα 12 έτη ηλικίας, ενώ στη συνέχεια αναστέλλεται η ανάπτυξή τους ή υποστρέφουν.
3. Ο εγκέφαλος, ο νωτιαίος μυελός, οι οφθαλμοί και οι μήνιγγες αναπτύσσονται στην παιδική ηλικία, αλλά φτάνουν το μέγεθος του ενηλίκου περίπου στην ηλικία των 8 ετών. Το μέγεθος αυτό διατηρείται χωρίς υποστροφή.
4. Οι όρχεις, οι ωοθήκες και άλλες δομές του ουρογεννητικού συστήματος αναπτύσσονται αργά στη βρεφική ηλικία, αλλά στην εφηβεία αναπτύσσονται ραγδαία και προκαλούν τις εντυπωσιακές αλλαγές στην εμφάνιση που αποτελούν τα δευτερογενή χαρακτηριστικά του φύλου.
5. Η γνωσιακή ανάτπυξη χαρακτηρίζεται από την προοδευτική ωρίμανση της σκέψης, της κρίσης και της διανόησης, ειδικά σε παιδιά σχολικής ηλικίας.
6. Η ψυχοκοινωνική ανάπτυξη περιλαμβάνει την ανάπτυξη της προσωπικότητας, της κρίσης και της ψυχοσύνθεσης· εξελίσσεται κατά τη διάρκεια της ζωής ως εμπειρία στην εργασία, στο παιχνίδι και στις συναισθηματικές αλληλεπιδράσεις με τους άλλους.

Ετυμολογία

[Αγγλ. Σαξ. growan, αναπτύσσομαι]

Υπώνυμος όρος

risk for disproportionate growth