Αγγλικός όρος
adverse reaction
Ορισμός
Στη φαρμακολογία και τη θεραπευτική, μία ανεπιθύμητη παρενέργεια ή τοξικότητα οφειλόμενη στη θεραπεία. Ανεπιθύμητες ενέργειες μπορεί να συμβούν ως αποτέλεσμα φαρμακευτικής θεραπείας, φυσικοθεραπείας, ακτινοβολίας ή χειρουργικής επέμβασης. Η έναρξη της ανεπιθύμητης ενέργειας μπορεί να είναι άμεση ή μπορεί να απαιτήσει την πάροδο ημερών ή μηνών για να εκδηλωθεί. Ένας συχνός τύπος ανεπιθύμητης ενέργειας είναι οι παρενέργειες από φάρμακα (ADR). Οι ADRs αναφέρονται στον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων των Η.Π.Α. (FDA).