Αγγλικός όρος
silver
Ορισμός
ΣΥΜΒ.: Ag. Λευκό, μαλακό, εύπλαστο μέταλλο, τα άλατα του οποίου χρησιμοποιούνται ευρέως στην ιατρική για τις καυστικές, στυπτικές και αντισηπτικές επιδράσεις τους. Το ατομικό του βάρος είναι 107,870· ο ατομικός αριθμός είναι 47· και το ειδικό του βάρος 10,5. Στην οδοντιατρική ο άργυρος χρησιμοποιείται σε προσθετικές κατασκευές, ως κράμα με χαλκό ή υδράργυρο, ως επικασσιτερωμένος άργυρος και ως μέσο συναρμογής για την εξάλειψη ριζικών κοιλοτήτων στην ενδοοδοντική θεραπεία των δοντιών.
Ετυμολογία
[Αγγλ. Σαξ. siolfor]
Υπώνυμος όρος
silver amalgam
silver chloride
silver filling
colloidal silver
silver halide