Αγγλικός όρος

injection

Ορισμός

1. Η έγχυση ενός υγρού μέσα σε ένα αγγείο, ιστό ή κοιλότητα.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Όλα τα υλικά που χρησιμοποιούνται στην προετοιμασία και χορήγηση μίας έγχυσης πρέπει να είναι αποστειρωμένα. Ο επαγγελματίας υγείας διαλέγει το κατάλληλο μέγεθος σύριγγας για τον όγκο του υγρού που θα εγχυθεί, το κατάλληλο μέγεθος βελόνας για τον τύπο του υγρού και το κατάλληλο μήκος της βελόνας για την οδό χορήγησης και το σημείο, συνυπολογίζοντας το ποσό των μυών και τον λιπώδη ιστό, τον περιορισμό κινητικότητας, και άλλους παράγοντες σχετικούς με το σημείο. Τα χέρια πρέπει να είναι προσεκτικά καθαρισμένα πριν και μετά την διαδικασία και να φοριούνται γάντια αν παρασκευάζονται κάποιος χημειοθεραπευτικός παράγοντας. Η συνταγογραφούμενη δόση υπολογίζεται με ακρίβεια. Καθορίζεται ένα κατάλληλο σημείο βάσει ανατομικών σημείων, και η περιοχή απολυμαίνεται με αλκοολούχο διάλυμα (από το κέντρο προς τα έξω) και παρέχεται χρόνος για εξάτμιση του διαλύματος. Η βελόνα εισάγεται με την κατάλληλη γωνία, που καθορίζεται από την συνταγογραφούμενη οδό. Μετά την εισαγωγή μέσα στον μύ, αναρροφείται με την σύριγγα για να είναι βέβαιο πως δεν επιστρέφει αίμα, ώστε να αποφευχθεί η έγχυση μέσα σε αιμοφόρο αγγείο. Το συνταγογραφούμενο φάρμακο ενίεται αργά, απομακρύνεται τότε η βελόνα και εφαρμόζεται πίεση στο σημείο με μία στεγνή γάζα. Όταν απομακρύνεται η βελόνα μετά από χορήγηση ενδοφλέβιας έγχυσης κατ'ευθείαν μέσα σε ένα αγγείο, ο επαγγελματίας υγείας ελαττώνει την πιθανότητα αιμορραγίας μέσα στα μαλακά μόρια εφαρμόζοντας σταθερή πίεση με μία στεγνή γάζα ενώ ανυψώνει το σημείο της ένεσης επάνω από το επίπεδο της καρδιάς για αρκετά λεπτά. Ωστόσο, η μεγάλη πλειοψηφία των ενδοφλεβίων εγχύσεων γίνονται μέσω ενδοφλέβιου καθετήρα και συσκευών ενδοφλέβιας έγχυσης, χρησιμοποιώντας μία βελόνα ή συσκευή χωρίς βελόνα. Κατά την απομάκρυνση αυτής της συσκευής δεν εφαρμόζεται πίεση. Η βελόνα δεν πρέπει να καλύπτεται ξανά. Τόσο οι βελόνες όσο και οι σύριγγες πρέπει να απορρίπτονται στον ειδικό κάδο των «αιχμηρών» αντικειμένων, σύμφωνα με τους κανονισμούς. Ο χρόνος και το σημείο της ένεσης, οποιαδήποτε δυσάρεστη αντίδραση στην ένεση, τα επιθυμητά αποτελέσματα και οι ανεπιθύμητες ενέργειες στο ενιόμενο φάρμακο πρέπει να καταγράφονται.

2. Ένα διάλυμα που εισάγεται με αυτόν τον τρόπο.

3. Η κατάσταση της πραγματοποίησης της έγχυσης.

Ετυμολογία

[Λατ. injectus, ριγμένος]

Υπώνυμος όρος


depot injection
injection drug user
epidural injection
franctional injection
hypodermic injection
hypodermic injection
intra-alveolar injection
intracardial injection
intracytoplasmic sperm injection
intradermal injection
intralingual injection
intramuscular injection
intraosseous injection
intraperitoneal injection
intravenous injection
jet injection
rectal injection
sclerosing injection
spinal injection
subcutaneous injection
vaginal injection
Z-track injection