Αγγλικός όρος

trainable

Ορισμός

Ο έχων την ικανότητα να εκπαιδεύεται και να μαθαίνει μέσω της διδασκαλίας. Στην ταξινόμηση της σοβαρότητας της διανοητικής καθυστέρησης ή εγκεφαλικής βλάβης, είναι σημαντική η γνώση του επιπέδου στο οποίο άτομα είναι εκπαιδεύσιμα σε ποικίλες περιοχές όπως η ασφάλεια, η προσωπική φροντίδα ή αυτοσίτιση.