Αγγλικός όρος

control

Ορισμός

1. Ρυθμίζω ή διατηρώ.

2. Μάρτυρας. ένα πρότυπο έναντι του οποίου μπορούν να ελεγχθούν παρατηρήσεις ή συμπεράσματα προκειμένου να εξασφαλισθεί η αξιοπιστία τους, όπως ένα ζώο ελέγχου (πχ., ένατο οποίο δεν έχει εκτεθεί στη θεραπεία, ή στην υπό μελέτη πάθηση η οποία μελετάται στα υπόλοιπα ζώα).

3. Μάρτυρας. στις κλινικές έρευνες, ένα ερευνητικό υποκείμενο του οποίου η ηλικία, το φύλο, η φυλή, η συμπεριφορά, το βάρος ή η κατάσταση της υγείας του, ταιριάζει με όσα περισσότερα χαρακτηριστικά του υπό μελέτη πληθυσμού είναι δυνατό ή πρέπον. Όταν τα περιστατικά και οι μάρτυρες σχετίζονται στενά, η αξιοπιστία των αποτελεσμάτων αυξάνει.

4. Επικυριαρχώ, εξαναγκάζω, ή επιβάλλω το χειρισμό της συμπεριφοράς άλλου ατόμου.

Συνώνυμο

control group

Ετυμολογία

[Λατ contra, ενάντια + rotulus, μικρός τροχός]

Υπώνυμος όρος

automatic exposure control
birth control
case control
environmental control
infection control
medical control
motor control
postural control