Αγγλικός όρος

embolus

Ορισμός

Μάζα αδιάσπαστης ύλης μέσα σε ένα αιμοφόρο αγγείο η λεμφαγγείο, το οποίο μεταφέρθηκε εκεί μέσω του αίματος η της λέμφου. Τα έμβολα μπορεί να είναι στερεά, υγρά η αέρια. Ο αποκλεισμός των αγγείων από τα έμβολα οδηγεί συνήθως στην πρόκληση εμφράκτων.

Πληθυντικός

emboli

Ετυμολογία

[Ελλ embolos, έμβολο]

Υπώνυμος όρος

air embolus
coronary embolus
pulmonary embolus