Αγγλικός όρος

stupor

Ορισμός

Κατάσταση αλλοιωμένης πνευματικής κατάστασης (ελαττωμένη αντίδραση κάποιου στο περιβάλλοντου) στην οποία το άτομο διεγείρεται μόνο με έντονα ή δυσάρεστα ερεθίσματα.

Ετυμολογία

[Λατ., numbness]

Υπώνυμος όρος

epileptic stupor