Αγγλικός όρος

dominance

Ορισμός

1. Γενετικό πρότυπο κληρονομικότητας στο οποίο ένα από αλληλόμορφα ζεύγη γονιδίων έχει την ικανότητα να καταστέλλει την έκφραση του άλλου, έτσι ώστε το πρώτο να επικρατεί στον ετεροζυγώτη.

2. Συχνά, το προτιμώμενο χέρι ή η πλευρά του σώματος, όπως στην επικράτηση της δεξιοχειρίας.

3. Στην ψυχιατρική, η τάση να διατάζει ή να ελέγχει τους άλλους.

Ετυμολογία

[Λατ. dominans, επικρατών]

Υπώνυμος όρος

cerebral dominance
ocular dominance