Αγγλικός όρος

doping

Ορισμός

Στην αθλιατρική, η χρήση από έναν αθλητή κάποιου φαρμάκου ή προϊόντος του αίματος για βελτίωση της επίδοσης. Δεν έχει ακόμα εμφανιστεί κάποιο φάρμακο που να το επιτυγχάνει αυτό με ασφάλεια. Η χορήγηση αναβολικών ορμονών στις γυναίκες οδηγεί σε συμπτώματα αρρενοποίησης, μεταξύ αυτών τριχοφυΐα στο πρόσωπο, εμβάθυνση της φωνής και κλειτοριδομεγαλία.