Αγγλικός όρος
pharyngitis
Ορισμός
Φλεγμονή του βλεννογόνου και του λεμφικού ιστού του φάρυγγα, συνήθως ως αποτέλεσμα λοίμωξης.
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Η νόσος προκαλείται συνήθως από ιογενείς ή βακτηριακές λοιμώξεις, συμπεριλαμβανομένων του ιού της γρίπης, του πυογόνου στρεπτόκοκκου
(streptococcus pyogenes) ή του μυκοπλάσματος της πνευμονίας (Mycoplasma pneumoniae). Περιστασιακά ευθύνονται η διφθερίτιδα και η μυκητίαση με
Candida.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Το κύριο σύμπτωμα είναι η φαρυγγαλγία. Μπορεί να υπάρξει επίσης πυρετός, κακουχία, μυαλγίες, και επώδυνη
κατάποση.
ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Οι γαργάρες με αλατούχο νερό παρέχουν τοπική ανακούφιση. Τα αναλγητικά, τα υγρά, οι παστίλιες του φάρυγγα ή τα
τοπικά αναισθητικά είναι επίσης βοηθητικά. Αν τα αποτελέσματα των εξετάσεων ή των καλλιεργειών δείξουν στρεπτόκοκκους, τότε η χορήγηση πενικιλλίνης ή
ερυθρομυκίνης έχει θεραπευτικά αποτελέσματα.
Ετυμολογία
[Ελλ. pharmakon, φάρμακο + -itis, φλεγμονή]
Υπώνυμος όρος
acute pharyngitis
atrophic pharyngitis
chronic pharyngitis
diphtheritic pharyngitis
gangrenous pharyngitis
granular pharyngitis
pharyngitis herpetica
hypertrophic pharyngitis
membranous pharyngitis
streptococcal pharyngitis
pharyngitis ulcerosa