Αγγλικός όρος

inflammation

Ορισμός

Μία ανοσολογική άμυνα έναντι τραυματισμού, λοίμωξης ή αλλεργίας, που χαρακτηρίζεται από αύξηση της τοπικής αιματικής ροής, μετανάστευση λευκών αιμοσφαιρίων, και απελευθέρωση χημικών τοξινών. Η φλεγμονή είναι ένας μηχανισμός που χρησιμοποιεί το σώμα για να προστατεύεται από την εισβολή ξένων οργανισμών και για την αποκατάσταση των ιστικώντραυμάτων. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της είναι η ερυθρότητα, η θερμότητα, το οίδημα, το άλγος, και η απώλεια λειτουργικότητας του τμήματος του σώματος. Συστηματικά, η φλεγμονή μπορεί να δημιουργήσει πυρετούς, αρθραλγίες και μυαλγίες, δυσλειτουργίες οργάνων και καταβολή.

Η ΦΛΕΓΜΟΝΩΔΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ: Οι τοπικές φλεγμονώδεις απαντήσεις ξεκινούν όταν ο τραυματισμένος ή μολυσμένος ιστός ενεργοποιεί την χυμική και κυτταρική ανοσία. Κατασκευάζονται πρωτείνες του συμπληρώματος και κυττα-ροκίνες. Αυτές οι πρωτείνες ενεργοποιούν έναν καταρράκτη χημικών γεγονότων τα οποία έχουν ως αποτέλεσμα την αύξηση της τοπικής αιματικής ροής και το τακτισμό λευκών αιμοσφαιρίων στους κατεστραμμένους ιστούς. Τα λευκά αιμοσφαίρια με την σειρά τους καταναλώνουν ξένα ή τραυματισμένα κύτταρα και απελευθερώνουν μεταβολίτες του αραχιδονικού οξέος, κινίνες, ισταμίνη και συμπλήρωμα, και με τον τρόπο αυτό ενισχύεται και παρατείνεται η ανοσολογική απάντηση. Τα λευκά αιμοσφαίρια απελευθερώνουν επίσης τοξικές ρίζες οξυγόνου, οξείδιο του αζώτου, και ένζυμα καταστροφής των ιστών σε μία απόπειρα να φονευθούν οι εισβάλλοντες μικροοργανισμοί. Σε υγιή άτομα, η διαδικασία συνεχίζεται μέχρι να απομακρυνθούν όλοι οι κατεστραμμένοι ιστοί ή οι εισβάλλοντες παθογόνοι οργανισμοί (συνήθως γύρω στις 5 ημέρες). Ακολουθεί η συρροή ινοβλαστών οι οποίοι επιδιορθώνουν την βλάβη και δημιουργούν μία ουλή επούλωσης.

Συστηματικές φλεγμονώδεις απαντήσεις προκύπτουν όταν αναγνωρίζονται οι ξένες πρωτείνες (π.χ. στην κυκλοφορία του αίματος) και δημιουργούνται ανοσοσυμπλέγματα ή ενεργοποιούνται κυτταροτοξικά Τ κύτταρα. Αν η ανοσολογική απάντηση πυροδοτηθεί από σήψη, οι παράγοντες αυτοί βοηθούν στην κάθαρση των μικροοργανισμών από το αίμα.

Αυτοάνοσες νόσοι εμφανίζονται όταν τα χημικά και κυτταρικά όργανα της φλεγμονής κατευθύνονται επίμονα εναντίον των ιστών του σώματος.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Μη ειδικές εξετάσεις που υποδηλώνουν φλεγμονή περιλαμβάνουν τον αυξημένο αριθμό των λευκών αιμοσφαιρίων, αύξηση της καθίζησης ερυθρών ή των επιπέδων της C αντιδρώσας πρωτείνης.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Ήπια φλεγμονή (όπως η φλεγμονώδης μεταβολή που ακολουθεί μικρο-τραυ-ματισμούς) συχνά λύεται με την τοπική εφαρμογή παγοκύστεων ή παγωμένου νερού. Τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη (π.χ. ιμπρουφαίνη) και τα στεροειδή (πχ. πρενδιζολόνη) είναι χρήσιμα στην αντιμετώπιση σοβαρότερων φλεγμονών, όπως και πολλά αντιρευματικά φάρμακα που τροποποιούν τη νόσο, όπως η μεθοτρεξάτη ή η αζαθειοπρίνη.

Ετυμολογία

[Λατ. inflammare, φλέγομαι εσωτερικά]

Υπώνυμος όρος


acute inflammation
adhesive inflammation
chronic inflammation
exudative inflammation
fibrinous inflammation
granulomatous inflammation
hyperplastic inflammation
interstitial inflammation
proliferative inflammation
pseudomembranous inflammation
purulent inflammation
serous inflammation
subacute inflammation
suppurative inflammation
ulcerative inflammation