Αγγλικός όρος

inflammatory bowel disease

Ορισμός

Ένας όρος που χρησιμοποιείται για έναν αριθμό χρόνιων φλεγμονωδών νόσων του γαστρεντερικού συστήματος άγνωστης αιτιολογίας. Οι δύο συχνότερες είναι η ελκώδης κολίτιδα και η νόσος του Crohn.

ΠΑΘΟΛΟΓΟΑΝΑΤΟΜΙΑ: Η ελκώδης κολίτιδα περιορίζεται στις επιφανιακές στοιβάδες του τοιχώματος του εντέρου, ενώ η νόσος του Crohn μπορεί να περικλείει όλες τις στοιβάδες του εντερικού τοιχώματος από τον στοματοφάρυγγα μέχρι τον πρωκτό. Η φλεγμονή της ελκώδους κολίτιδας είναι συνεχής κατά μήκος του προσβεβλημένου εντέρου, δημιουργώντας έναν τραχύ, ελκωτικό, διαβρωμένο αυλό. Αντίθετα, η νόσος του Crohn χαρακτηρίζεται από πλάκες κοκκιωματώδους φλεγμονής, που δημιουργούν μία βλεννογονική επιφάνεια από στρογγυλές πλάκες οι οποίες μπορεί να δημιουργήσουν βαθιές σχισμές ή έναν παχύ, ελαστικό ιστό. Στη νόσος του Crohn μπορεί να δημιουργηθούν συρίγγια μεταξύ παρακειμένων τμημάτων του εντέρου, του κόλπου και της ουροδόχου κύστης, όχι όμως και στην ελκώδη κολίτιδα.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Για τη διάγνωση των IBD χρησιμοποιούνται εξετάσεις του ανωτέρου και κατωτέρου πεπτικού συστήματος με βάριο και ενδοσκοπήσεις

Συντομογραφία

IBD