Αγγλικός όρος

tranquilizer

Ορισμός

Ένα φάρμακο που μειώνει την ένταση, αναστάτωση, υπερδραστηριότητα και το άγχος. Τα ελάσσονα ηρεμιστικά περιλαμβάνουν αντιισταμινικά (π.χ. υδροξυζίνη), βουσπιρόνη και βενζοδιαζεπίνες (πχ. διαζεπάμη ή αλφαζολάμη). Οι βενζοδιαζεπίνες μειώνουν το άγχος, προσφέρουν καταπράυνση και μπορεί να προκαλέσουν εξάρτηση, ανοχή ή εθισμό. Τα μείζονα ηρεμιστικά περιλαμβάνουν νευροληπτικά φάρμακα όπως αλοπεριδόλη, φλουφεναζίνη ή ρισπεριδόνη. Χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση ψυχωτικών συμπτωμάτων, όπως ψευδαισθήσεις, παραισθήσεις και κατατονία, και για την αντιμετώπιση ψυχωτικών διαταραχών όπως η σχιζοφρένεια. Μία κυρίαρχη όψιμη παρενέργεια πολλών νευροληπτικών παραγόντων είναι η κινητική διαταραχή γνωστή ως όψιμη δυσκινησία.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Πολλά ηρεμιστικά μπορεί να προκαλέσουν βλάβη στο αναπτυσσόμενο έμβρυο. Επομένως, πριν την συνταγογράφηση, πρέπει να είναι γνωστή η έγκριση της χρήσης τους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, ειδικά της πρώιμης εγκυμοσύνης.