Αγγλικός όρος

lung transplantation

Ορισμός

Μεταμόσχευση του πνεύμονα ενός δότη σε ένα δέκτη με πνευμονοπάθεια τελικού σταδίου, η οποία προκαλείται συνήθως από πνευμονική ίνωση, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια ή πνευμονική υπέρταση. Η μεταμόσχευση πνεύμονα μπορεί να εκτελεσθεί ως επέμβαση μεμονωμένου οργάνου ή ως τμήμα μιας συνδυασμένης μεταμόσχευσης καρδιάς πνεύμονα (π.χ., στη συγγενή καρδιοπάθεια). Η ανοσοκατασταλτική θεραπεία με κυκλοσπορίνη ή tacrolimus, αζαθειοπρίνη και κορτικοστεροειδή είναι απαραίτητη για την ελαχιστοποίηση του κινδύνου απόρριψης, η οποία προκαλείται από τη δραστηριότητα των Τ λεμφοκυττάρων έναντι των ιστών του δότη. Η διάγνωση της απόρριψης γίνεται μέσω της χρήσης βρογχικών βιοψιών και δοκιμασιών της πνευμονικής λειτουργίας. Η οξεία απόρριψη, η οποία χαρακτηρίζεται από δύσπνοια, πυρετό, υποξαιμία, ρόγχους και ταχύπνοια, θα πρέπει να διακρίνεται από τη λοίμωξη. Η χρόνια απόρριψη, η οποία αποτελεί πρόβλημα στο 25% με 50% των περιπτώσεων, παρουσιάζεται ως αποφρακτική βρογχιολίτιδα και συμβαίνει 6 έως 14 μήνες μετά τη μεταμόσχευση. Οι ρυθμοί ροής μειώνονται σταδιακά, με λίγα επιπρόσθετα συμπτώματα, η βρογχιοδιασταλτική θεραπεία δεν είναι αποτελεσματική, και η χορήγηση υψηλότερων δόσεων ανοσοκατασταλτικών έχει μεικτή επιτυχία. Το 60% των ληπτών μοσχεύματος πνεύμονα ζουν 2 έτη.

Κύριος όρος

lung