Αγγλικός όρος

metabolism

Ορισμός

Όλες οι ενεργειακές και υλικές μετατροπές, που συμβαίνουν εντός των ζώντων κυττάρων· το σύνολο όλων των φυσικών και χημικών μεταβολών, που λαμβάνουν χώρα εντός ενός οργανισμού. Περιλαμβάνει υλικές μεταβολές (δηλ., μεταβολές στις οποίες υπόκεινται οι ουσίες σε όλες τις περιόδους της ζωής, όπως αύξηση, ωριμότητα και γήρανση) και ενεργειακές μεταβολές (δηλ., όλες οι μετατροπές της χημικής ενέργειας των ουσιών της τροφής σε μηχανική ενέργεια ή θερμότητα). Ο μεταβολισμός περιλαμβάνει δυο θεμελιώδεις διαδικασίες: τον αναβολισμό (διαδικασία αφομοίωσης ή αναδόμησης) και τον καταβολισμό (διαδικασία αποδόμησης ή διάσπασης). Ο αναβολισμός είναι η μετατροπή των μορίων της τροφής σε ζωντανά κύτταρα και ιστό· ο καταβολισμός είναι ο κατακερματισμός περίπλοκων χημικών σε απλά, που συχνά παράγει απόβλητα προς απέκκριση. Ο καταβολισμός, επίσης περιλαμβάνει την κυτταρική αναπνοή για το σχηματισμό ΑΤΡ και την απελευθέρωση θερμότητας και ενέργειας.

Ετυμολογία

[" + Eλλ. metaballein, μεταβάλλω + -ismos, σε κατάσταση]

Υπώνυμος όρος

basal metabolism
carbohydrate metabolism
constructive metabolism
destructive metabolism
fat metabolism
first pass metabolism
intermediary metabolism
muscle metabolism
protein metabolism
purine metabolism