Αγγλικός όρος

nephrosis

Ορισμός

1. Παθήσεις, στις οποίες παρατηρούνται εκφυλιστικές μεταβολές στους νεφρούς, ιδιαίτερα στους νεφρικούς σωληνίσκους, χωρίς την παρουσία φλεγμονής.
2. Κλινική ταξινόμηση νεφρικών παθήσεων, στις οποίες η απώλεια πρωτεΐνης είναι τόσο εκτεταμένη, ώστε να δημιουργείται οίδημα και να παρατηρείται πρωτεϊναιμία.

Πληθυντικός

nephroses

Ετυμολογία

[Ελλ nephros, νεφρός, + -osis, κατάσταση]

Υπώνυμος όρος

amyloid nephrosis
lipoid nephrosis