Αγγλικός όρος

Meniere′s disease

Ορισμός

[Prosper Meniere, Γάλλος ιατρός, 1799-1862]. Ένα σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζοντα επεισόδια απώλειας της ακοής, εμβοών, ιλίγγου και αισθήματος πληρότητας του ωτός, που οδηγεί συχνά σε σταδιακά προοδευτική κώφωση. Παροξυσμοί (π.χ., ιλίγγου) μπορούν να συμβούν ξαφνικά και να διαρκέσουν μέχρι και 24 ώρες. Όταν προσβληθεί το ένα αυτί, το άλλο θα εμπλακεί σε περίπου 50% των περιπτώσεων.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Η αιτιολογία είναι άγνωστη, όμως οίδημα του υμενώδους λαβυρίνθου έχει βρεθεί σε νεκροτομικές μελέτες.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Σε οξείες προσβολές, ο κλινοστατισμός είναι η πιο αποτελεσματική θεραπεία. Επίσης, αποτελεσματικά είναι τα αντισταμινικά, τα ηρεμιστικά, η διακοπή του καπνίσματος και σπάνια η χειρουργική αντιμετώπιση. Δίαιτα πτωχή σε αλάτι (λιγότερο από 2 g/ημέρα) και διουρητικά μπορεί να είναι ωφέλιμα.