Αγγλικός όρος
organ
Ορισμός
Μια σωματική δομή αποτελούμενη από αρκετούς ιστούς, οι οποίοι συμβάλλουν όλοι σε συγκεκριμένες λειτουργίες. Πολλά όργανα εμφανίζονται σε ζεύγη. Σε αυτά τα ζεύγη, το ένα όργανο μπορεί να εκριζωθεί και το εναπομείνoν μπορεί να εκτελέσει όλες τις απαραίτητες λειτουργίες που προσιδιάζουν σε αυτό. Από κάποια όργανα μπορεί να αφαιρεθεί το ένα τρίτο ή τα δύο πέμπτα χωρίς απώλεια της απαραίτητης για τη διατήρηση της ζωής λειτουργίας.
Ετυμολογία
[Ελλ. organon, Λατ. organum]
Υπώνυμος όρος
accessory organ
acoustic organ
organ of
Corti
organ donation
enamel organ
end organ
excretory organ
Golgi tendon organ
gustatory organ
organ of
Jacobson
lymphatic organ
lymphoid organ's
neuromuscular end organ
neurotendinous end organ
reproductive
organ
organ of Ruffini
sense organ
sensory end organ
sex organ
special sense organ
spiral organ
target
organ
vestigial organ
vomeronasal organ
Weber's organ
organ's of Zuckerkandl