Αγγλικός όρος

acute myeloid leukemia

Ορισμός

Μια ομάδα αιματολογικών κακοηθειών, στην οποία νεοπλαστικά κύτταρα αναπτύσσονται από μυελοειδή, μονοκυτταρικά, ερυθροκυτταρικά ή μεγακαρυοκυτταρικά πρόδρομα κύτταρα. Η AML είναι τέσσερις φορές πιο συνηθισμένη στους ενήλικες από ότι η οξεία λεμφοκυτταρική λευχαιμία (ALL). Περιστασιακά, ακολουθεί μια μυελοδυσπλαστική διαταραχή ή απλαστική αναιμία, και κάποιες φορές είναι το αποτέλεσμα μιας συγγενούς διαταραχής ευθραύστων χρωμοσωμάτων, όπως το σύνδρομο του Fanconi.
Όλες οι μορφές της AML χαρακτηρίζονται από τη νεοπλασματική αντικατάσταση του φυσιολογικού μυελού των οστών και την κυκλοφορία ανώριμων κυττάρων («βλάστες») στο περιφερειακό αίμα. Συνήθως, εμφανίζεται αναιμία και θρομβοκυτοπενία. Περιστασιακά, προσβάλλεται το κεντρικό νευρικό σύστημα και άλλα όργανα. Πλήρης ύφεση επιτυγχάνεται περίπου στο 65% των ασθενών που λαμβάνουν θεραπεία, και αποκρίσεις στην αντιμετώπιση που να διαρκούν 5 χρόνια επιτυγχάνονται στο 15% με 25% των ασθενών.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Είναι χαρακτηριστικές οι γενετικές και χρωμοσωμικές ανωμαλίες, όπως αυτές που εντοπίζονται και σε άλλες λευχαιμίες.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Είναι συνηθισμένη η κόπωση μετά από προσπάθεια ως αποτέλεσμα της αναιμίας, η αιμορραγία λόγω θρομβοκυτοπενίας, και οι λοιμώξεις λόγω έλλειψης φυσιολογικών λευκών αιμοσφαιρίων.

ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ: Χρησιμοποιούνται κυτταροτοξικές χημειοθεραπείες, με φάση επαγωγής, ακολουθούμενη από σταθεροποίηση. Τυπικά, χρησιμοποιείται αραβινοσική κυτοσίνη και μια ανθρακυκλίνη στη διάρκεια της επαγωγής. Μεταμόσχευση αλλογενούς μυελού των οστών χρησιμοποιείται όταν υπάρχει διαθέσιμος συμβατός δότης. Η μεταμόσχευση βλαστοκυττάρων αποτελεί επιλογή για κάποιους ασθενείς με συγκεκριμένες κυτταρογενετικές ανωμαλίες.

Συντομογραφία

AML

Συνώνυμο

acute myelogenous leukemia· acute nonlymphocytic leukemia.

Κύριος όρος


leukemia