Αγγλικός όρος

substance

Ορισμός

1. Το υλικό από το οποίο αποτελείται οποιοδήποτε όργανο ή ιστός, ύλη.

2. Χημική ουσία ή φάρμακο.
3. Όταν χρησιμοποιείται σε ιατρονομικό πλαίσιο, ο όρος αφορά σε χημικές ουσίες στις οποίες γίνεται κατάχρηση. Σε αυτές συμπεριλαμβάνεται μεγάλη ποικιλία ουσιών όπως το αλκοόλ, η νικοτίνη, τα καταπραϋντικά, τα υπνωτικά, τα αγχολυτικά και παράνομες φαρμακευτικές ουσίες όπως η κάνναβη, η ηρωίνη ή οι μεθαμφεταμίνες. Σχεδόν οποιαδήποτε ουσία μπορεί να ληφθεί καταχρηστικά ακόμα και όταν έχει εγκριθεί η κλινική της χρήση εφόσον χρησιμοποιείται όπως ενδείκνυται.

Συνώνυμο

substantia

Ετυμολογία

[Λατ. substantia]

Υπώνυμος όρος

anterior perforated substance
black substance
chromophilic substance
colloid substance
ground substance
high threshold substance
ketogenic substance
low threshold substance
medullary substance
Nissl substance
posterior perforated substance
pressor substance
reticular substance
slow-reacting substance
transmitter substance