Αγγλικός όρος

parosmia

Ορισμός

Διαταραχή ή διαστρέβλωση της αίσθησης της όσφρησης, λαθεμένη αίσθηση των οσμών ή αντίληψη οσμών που δεν υπάρχουν. Οι ευχάριστες οσμές θεωρούνται δυσάρεστες και οι δυσάρεστες ευχάριστες. Η ενδοφλέβια χορήγηση υγρών, ειδικά μετεγχειρητικά, μπορεί να δημιουργήσει παροδική παραγευσία και παροσμία.

Συνώνυμο

parosphresia

Ετυμολογία

[Ελλ. para, παρά + osme, οσμή]