Αγγλικός όρος

peritonitis

Ορισμός

Φλεγμονή του ορώδους υμένα που επενδύει την κοιλιακή κοιλότητα και τα σπλάχνα της.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Η περιτονίτιδα προκαλείται από φλεγμονή της κοιλιακής κοιλότητας χωρίς εμφανή ρήξη οργάνου (πρωτοπαθής περιτονίτιδα), από διάτρηση ενός εκ των εσωτερικών οργάνων (δευτεροπαθής περιτονίτιδα) ή από την έγχυση ερεθιστικής χημικής ουσίας στην κοιλιακή κοιλότητα (χημική περιτονίτιδα).

Η πρωτοπαθής περιτονίτιδα λαμβάνει χώρα σε ασθενείς με κίρρωση και ασκίτη, σε μερικούς ασθενείς με φυματίωση (ειδικά σε αυτούς με AIDS), καθώς και σε ασθενείς που χρησιμοποιούν το περιτόναιο για αιμοδιάλυση. Οι κιρρωτικοί ασθενείς αναπτύσσουν περιτονίτιδα λόγω λοίμωξης των περιτοναϊκών περιεχομένων από μικροοργανισμούς, όπως ο Streptococcus pneumoniae, οι εντερόκοκκοι ή η Escherichia coli. Οι ασθενείς που χρησιμοποιούν το περιτόναιο για αιμοδιάλυση Χρόνια περιπατητικοί ασθενείς περιτοναϊκής διάλυσης) μολύνουν μερικές φορές το διήθημά τους με μικρόβια, όπως με σταφυλόκοκκους και στρεπτόκοκκους, οι οποίοι μεταφέρονται με τα χέρια τους. Οι ασθενείς που υπόκεινται σε διάλυση μπορούν επίσης να αναπτΰξουν περιτονίτιδα μετά την έγχυση ερεθιστικών ουσιών, όπως αντιβιοτικών σαν την βανκομυκίνη, στην περιτοναϊκή κοιλότητα κατά τη θεραπεία αυτών των λοιμώξεων.

Συχνές αιτίες δευτεροπαθοΰς περιτονίτιδας αποτελούν η ρήξη της σκωληκοειδούς απόφυσης, η διάτρηση του έλκους, τα κοιλιακά τραύματα και η νόσος Crohn. Ο αέρας, τα οξέα, τα κόπρανα και τα βακτήρια στα όργανα που έχουν υποστεί ρήξη εισέρχονται στο περιτόναιο και προκαλούν την φλεγμονή του.

ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ: Η πρωτοπαθής περιτονίτιδα χαρακτηρίζεται από μέτριο ως ήπιο κοιλιακό άλγος, πυρετό, αλλαγή των συνηθειών του εντέρου και εξασθένηση. Οι ασθενείς υπό αιμοδιάλυση μπορεί να παρατηρήσουν θόλωση του διηθήματος τους. Στην φυματιώδη περιτονίτιδα, ο πυρετός, η απώλεια βάρους, η αδυναμία και άλλα συστηματικά συμπτώματα είναι συχνά.

Το έντονο, σταθερό άλγος που επιδεινώνεται με την κίνηση του σώματος αποτελεί το χαρακτηριστικό σημείο της δευτεροπαθούς περιτονίτιδας. Σχετίζεται συχνά με ναυτία, απώλεια της όρεξης και πυρετό ή υποθερμία. Κατά την εξέταση, η κοιλία είναι τυπικά διατεταμένη και χωρίς εντερικοΰς ήχους, ενώ ο ασθενής κάθεται ακίνητος σε μια προσπάθεια να περιορίσει το άλγος.

ΔΙΑΓΝΩΣΗ: Σε ασθενείς με ρήξη οργάνου, η απλή ακτινογραφία κοιλίας μπορεί να υποδείξει αέρα, ο οποίος είναι παγιδευμένος κάτω από το διάφραγμα. Η υπερηχογραφία ή η αξονική τομογραφία χρησιμοποιείται για την διάγνωση ενδοπεριτοναϊκού υγρού, αποστημάτων και άλλων νοσούντων οργάνων. Η παρακέντηση (η αναρρόφηση δια βελόνης διαμέσου του κοιλιακοΰ τοιχώματος) ή η περιτοναϊκή έκπλυση είναι επίσης βοηθητική στην διάγνωση μερικών περιπτώσεων.

ΘΕΡΑΠΕΙΑ: Η πρωτοπαθής περιτονίτιδα μπορεί να ανταποκριθεί στην χορήγηση αντιβιοτικών ή αντιφυματικών φαρμάκων, αλλά η πρόγνωση είναι περιορισμένη. Περίπου το 50% των ασθενών μπορεί να καταλήξει από σηψαιμία. Η δευτεροπαθής περιτονίτιδα αντιμετωπίζεται με χειρουργική παροχέτευση και επιδιόρθωση ή αφαίρεση του οργάνου που έχει υποστεί ρήξη, την χορήγηση υγρών και αντιβιοτικών. Η πρόγνωση εξαρτάται από την υποκείμενη κατάσταση του ασθενούς, την ταχύτητα της διάγνωσης και την επακόλουθη θεραπευτική παρέμβαση, την ικανότητα του χειρουργού και άλλους παράγοντες.

Ετυμολογία

[Ελλ. pentonaion, περιτόναιο + -itis, φλεγμονή]

Υπώνυμος όρος


acute diffuse peritonitis
adhesive peritonitis
aseptic peritonitis
benign paroxysmal peritonitis
bile peritonitis
chemical peritonitis
chronic peritonitis
circumscribed peritonitis
peritonitis deformans
diaphragmatic peritonitis
diffuse peritonitis
fibrosaceous peritonitis
gas peritonitis
generalized peritonitis
localized peritonitis
meconium peritonitis
pelvic peritonitis
periodic peritonitis
primary peritonitis
puerperal peritonitis
secondary peritonitis
septic peritonitis
serous peritonitis
silent peritonitis
talc peritonitis
traumatic peritonitis
tuberculous peritonitis