Αγγλικός όρος

prematurity

Ορισμός

Ο τοκετός ενός εμβρύου πριν από την 37η εβδομάδα κύησης. Η φυσιολογική περίοδος κύησης στον άνθρωπο είναι 40 εβδομάδες. Λόγω της δυσκολίας στην λήψη ακριβών και αντικειμενικών στοιχείων σχετικά με την ακριβή διάρκεια της κύησης, το βάρος γέννησης 2500 κιλά ή λιγότερο αποτελεί διεθνώς ένα κλινικά αποδεκτό κριτήριο προωρότητας, ανεξάρτητα από την περίοδο κύησης. Άλλα ενδεικτικά στοιχεία προωρότητας είναι το μήκος κεφαλής-πτέρνας (32 cm ή λιγότερο), το κεφαλομηριαίο μήκος (47 cm ή λιγότερο), η μετωπιαίο-ινιακή περιφέρεια (33 cm ή λιγότερο), η μετωπιαίο-ινιακή διάμετρος (11,5 cm ή λιγότερο) και το πηλίκο της περιφέρειας του θώρακα και προς την περιφέρεια της κεφαλής (λιγότερο από 93%). Η χρήση ενός μοναδικού κριτηρίου (βάρος γέννησης) θέτει περιορισμούς στην ακριβή εξακρίβωση των νεογνών που γεννιούνται πριν την επίτευξη επαρκούς ανάπτυξης των οργάνων και συστημάτων του σώματος. Μπορεί εύκολα να περιλαμβάνει ώριμα βρέφη που έχουν χαμηλό βάρος γέννησης, για διαφορετικούς λόγους από αυτόν της μικρής διάρκειας κύησης. Η Επιτροπή Ειδικών Προωρότητας του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (1961) πρότεινε να αντικατασταθεί ο όρος της προωρότητας από αυτόν του χαμηλού βάρους γέννησης. Ο όρος "χαμηλό βάρος γέννησης" περιγράφει επακριβέστερα τα βρέφη που ζυγίζουν λιγότερο από 2500 g κατά την γέννησή τους από ότι ο όρος προωρότητα. Ο τελευταίος αυτός όρος θα πρέπει να χρησιμοποιείται για νεογνά με χαμηλό βάρος γέννησης και με σημεία ατελούς ανάπτυξης.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες περίπου το 7,1% των λευκών ζώντων νεογνών και το 13,4% των μη-λευκών ζώντων νεογνών ζυγίζουν 2500 g ή λιγότερο. Οι πιθανότητες επιβίωσης εξαρτώνται από τον βαθμό της ωριμότητας που έχει επιτευχθεί, την γενική κατάσταση της υγείας τους και την ποιότητα της παρεχόμενης φροντίδας.

Η προωρότητα είναι η κύρια αιτία θανάτου κατά τη νεογνική περίοδο. Η θνησιμότητα μεταξύ των νεογνών που ζυγίζουν λιγότερο από 2500 g κατά την γέννηση είναι 17 φορές υψηλότερη από αυτή μεταξύ των νεογνών με βάρος γέννησης πάνω από 2500 γραμμάρια. Οι κύριες αιτίες θνησιμότητας είναι ο μη φυσιολογικός πνευμονικός αερισμός, η λοίμωξη, η ενδοκρανιακή αιμορραγία, οι διαταραχές του αίματος και οι συγγενείς ανωμαλίες.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΑ: Η επίπτωση των νεογνών με χαμηλό βάρος γέννησης είναι πιο μεγάλη στο θηλυκό φύλο, στην μη-λευκή φυλή, στις πολύδυμες κυήσεις και στο πρώτο και πέμπτο (και άνω) βρέφος. Ο τοκετός βρεφών με χαμηλό βάρος γέννησης αναφέρεται ότι είναι συχνότερος στις γυναίκες με ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά: σε αυτές που γεννούν το πρώτο παιδί σε πολύ μικρή ηλικία ή σε ηλικία μεταξύ του 45ου και 49ου έτους ζωής, στις ανύπαντρες, σε αυτές που γεννούν τα παιδιά τους σε στενά χρονικά διαστήματα (δηλ. χρονική διαφορά μεταξύ των γεννήσεων λιγότερη από 2-4 χρόνια) και η διαβίωση σε μεγάλη αστική περιοχή.

Ένας άλλος παράγοντας που σχετίζεται με χαμηλό βάρος γέννησης είναι η κοινωνικοοικονομική κατάσταση της οικογένειας, όπως αυτή καθορίζεται από το μορφωτικό επίπεδο της μητέρας. Η αναλογία των βρεφών με χαμηλό βάρος γέννησης από μητέρες με 16 ή περισσότερα χρόνια εκπαίδευσης ήταν η μισή από εκείνη των βρεφών, οι μητέρες των οποίων είχαν 9 χρόνια εκπαίδευσης ή λιγότερο. Το χαμηλό βάρος γέννησης σχετίζεται επίσης με γενικά αυξημένο κίνδυνο βρεφικής θνησιμότητας, συγγενών διαμαρτιών, διανοητικής καθυστέρησης και άλλων φυσικών ή νευρολογικών βλαβών.

ΕΠΙΠΛΟΚΕΣ: Συχνά, τα πρόωρα βρέφη εμφανίζουν ποικιλία ανατομικών και φυσιολογικών ανωμαλιών. Αυτές οι ανωμαλίες ποικίλουν ανάλογα με τον βαθμό της υπάρχουσας προωρότητας. Οι ανωμαλίες περιλαμβάνουν την αδυναμία των αντανακλαστικών θηλασμού και κατάποσης, την μικρή χωρητικότητα του στομάχου, την διαταραχή της νεφρικής λειτουργίας, την ατελή ανάπτυξη των τριχοειδών των πνευμόνων, τις ανώριμες κυψελίδες των πνευμόνων, την ελάττωση των αντανακλαστικών του βήχα και πνιγμού, την αδυναμία των θωρακικών μυών και άλλων μυών που χρησιμοποιούνται στην αναπνοή, την ανεπαρκή ρύθμιση της θερμοκρασίας του σώματος, την ατελή ή φτωχή ανάπτυξη των ενζυμικών συστημάτων, την ανωριμότητα του ήπατος και την πλημμελή πλακουντιακή μεταφορά και προγεννητική αποθήκευση ιχνοστοιχείων, βιταμινών και ανοσολογικών ουσιών.

ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ ΑΣΘΕΝΟΥΣ: Γίνεται σωματική αξιολόγηση ανάλογα με την αναμενόμενη ωρίμανση για την εμβρυϊκή ηλικία. Οι ιατροί προχωρούν σε νευρολογική εξέταση, υπολογίζουν τη βαθμολογία APGAR, διασφαλίζουν την κατάλληλη θερμοκρασία του περιβάλλοντος, χορηγούν τα κατάλληλα υγρά και θερμίδες, προτρέπουν τη γονική σύνδεση και υποστήριξη, αξιολογούν τα εργαστηριακά αποτελέσματα, παρακολουθούν την λήψη και αποβολή των υγρών, ενημερώνουν την νοσηλεύτρια για την πρόωρη κύηση, ζυγίζουν καθημερινά το βρέφος την ίδια ώρα, χωρίς ρούχα και στην ίδια ζυγαριά, παρακολουθούν την συγκέντρωση οξυγόνου ανά τακτά χρονικά διαστήματα, κρατούν και αγκαλιάζουν το βρέφος κατά την σίτιση, σκεπάζουν το παιδί όταν απομακρύνεται από την θερμοκοιτίδα και αφιερώνουν αρκετό χρονικό διάστημα για την σίτιση του βρέφους.

Φροντίδα των βρεφών με χαμηλό βάρος γέννησης: Η φροντίδα των βρεφών με χαμηλό βάρος γέννησης θα πρέπει να εξατομικεύεται και να καλύπτει τις ανάγκες του αναπτυσσόμενου βρέφους, ανάλογα με τις ανατομικές και φυσιολογικές διαταραχές.

Η αξιολόγηση του βαθμού προωρότητας και η αναγνώριση των ειδικών προβλημάτων μετά την γέννηση υπαγορεύουν την φροντίδα που απαιτείται για αυτά τα νεογνά. Γενικά, η φροντίδα επικεντρώνεται στην πρόληψη των λοιμώξεων, στην σταθεροποίηση της θερμοκρασίας του σώματος, στην διατήρηση της αναπνοής και στην παροχή επαρκούς σίτισης και ενυδάτωσης.

Απαιτείται άσηπτη τεχνική. Η θερμοκοιτίδα ή μια θερμαινόμενη κλίνη παρέχει σταθερό περιβάλλον για την διατήρηση της θερμοκρασίας του σώματος. Για βρέφη με αναπνευστικές δυσχέρειες, ένα περιβάλλον με μεγάλη υγρασία μπορεί να είναι ωφέλιμο. Η ήπια ρινική και φαρυγγική αναρρόφηση βοηθά στην διατήρηση καθαρών αεραγωγών. Η χρήση οξυγόνου θα πρέπει να περιορίζεται στις ελάχιστες απαιτούμενες ποσότητες για την επιβίωση του βρέφους. Λόγω του κινδύνου οπισθοφακικής ινοπλασίας, η συγκέντρωση οξυγόνου δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 30%.

Ανάλογα με την ικανότητα του βρέφους για θηλασμό και κατάποση, η σίτιση δια ρινογαστρικού καθετήρα δυνατόν να καταστεί αναγκαία. Σε μερικά από αυτά τα βρέφη ενδέχεται να μην χορηγηθεί τίποτα από το στόμα για ένα χρονικό διάστημα μέχρι και 72 ώρες μετά τον τοκετό. Η λήψη θερμίδων και υγρών αυξάνεται βαθμιαία εντός του πρώτου 24ωρου μέχρι 100-120 cal/kg και 140-150 cal/kg αντίστοιχα. Το χρονικό διάστημα που χρειάζεται για να επιτευχθούν αυτά τα χορηγούμενα επίπεδα εξαρτάται από την κατάσταση του βρέφους. Το βρέφος χρειάζεται μικρά και συχνά γεύματα, λόγω της μικρής χωρητικότητας του στομάχου, ώστε να αποφύγει τον εμετό και την διάταση, και για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του σώματος σε θερμίδες και υγρά. Η υπερβολική σίτιση θα πρέπει να αποφεύγεται. Τις πρώτες ημέρες της ζωής γίνονται μερικές φορές υποκλυσμοί για την διατήρηση επαρκούς ενυδάτωσης. Το βρέφος δεν θα πρέπει να κουράζεται από την υπερβολική μεταχείριση, την παρατεταμένη σίτιση ή το πολύ κλάμα. Η θέση του βρέφους θα πρέπει να μεταβάλλεται ανά 2-4 ώρες και να υπάρχει ήπια μεταχείριση. Καλό είναι τα νεογνά και τα βρέφη θα πρέπει να παίρνονται στην αγκαλιά πολλές φορές την ημέρα.

Λόγω της πιθανότητας καταστροφής του αμφιβληστροειδούς, τα πρόωρα νεογνά δεν θα πρέπει να εκτίθενται στο φως.