Αγγλικός όρος
Shigella
Ορισμός
Γένος αρνητικών κατά gram βακίλλων της οικογένειας των Enterobacteriaceae, που δεν προκαλούν ζύμωση της λακτόζης. Περιλαμβάνει αρκετά είδη που προκαλούν πεπτικές διαταραχές σε βαθμό που ποικίλλει από ήπια διάρροια έως βαριά και συχνά θανατηφόρο δυσεντερία.
Ετυμολογία
[Kiyoshi Shiga]
Υπώνυμος όρος
Shigella boydii
Shigella dysenteriae
Shigella flexneri
Shigella sonnei