Αγγλικός όρος

spore

Ορισμός

1. Αναπαραγωγικό κύτταρο μυκήτων. Τα σπόρια ενδέχεται να παραμείνουν ληθαργικά αλλά βιώσιμα για μήνες. Το μαγείρεμα καταστρέφει τα σπόρια, αλλά τα παθογόνα σπόρια συνήθως εισπνέονται παρά καταπίνονται.
2. Ανθεκτική κυτταρική μορφή, η οποία σχηματίζεται από βακτήρια προκειμένου να αντέξουν σε ακραία θερμότητα, ψύχος, ή αφυδάτωση. Τέτοια σπόρια μπορεί να παραμείνουν βιώσιμα για δεκαετίες. Σημαντικά βακτήρια τα οποία δημιουργούν σπόρια περιλαμβάνουν τους αιτιολογικούς παράγοντες του τετάνου, της αλλαντίασης και της αεριογόνου γάγγραινας. Τα σπόρια είναι ανθεκτικά στη θέρμανση και μπορούν να επιβιώσουν βρασμού διάρκειας μιας ώρας αλλά μπορούν να καταστραφούν από ατμό υπό πίεση (δηλαδή, στο αυτόκαυστο).
3. Αερομεταφερόμενο σωματίδιο (από μύκητα, βακτήριο, βρυόφυτο ή πτεριδόφυτο) το οποίο μπορεί να πυροδοτήσει αλλεργική αντίδραση εάν εισπνευσθεί.
4. Στάδιο του κύκλου ζωής ορισμένων παρασιτικών πρωτοζώων, το οποίο περιέχει μολυσματικούς σποροζωίτες.

Ετυμολογία

[Ελλ. sporos, σπόρος]