Αγγλικός όρος

seed

Ορισμός

1. Η ώριμη σπερματική βλάστη σπερματοφύτων, η οποία συνήθως αποτελείται από το έμβρυο και τις αποθήκες θρεπτικού υλικού, οι οποίες βρίσκονται μέσα στο σπερματικό περίβλημα. Αποτελεί ληθαργικό σποριόφυτο.
2. Σπέρμα.
3. Κάψουλα η οποία περιέχει ραδόνιο ή ράδιο προοριζόμενο για χρήση στη θεραπεία κατά του καρκίνου.
4. Η εισαγωγή μικροοργανισμών σε μέσο καλλιέργειας.

Ετυμολογία

[Αγγλ. Σαξ. saed]