Αγγλικός όρος

emotion

Ορισμός

Ψυχική κατάσταση ή συναίσθημα όπως ο φόβος, το μίσος, η αγάπη, ο θυμός, η θλίψη ή η χαρά που προκύπτει ως υποκειμενική εμπειρία παρά ως αποτέλεσμα αντικειμενικής σκέψης. Τα συναισθήματα συνοδεύονται σταθερά από μεταβολές στη φυσιολογία, αυτές όμως μπορεί να μην είναι αντιληπτές από το άτομο που βιώνει το συναίσθημα ή από έναν παρατηρητή,

ΔΙΑΤΑΡΑΧΕΣ: Βλ. στους επιμέρους όρους των διαταραχών της διάθεσης για περισσότερες πληροφορίες, π.χ. κατάθλιψη, διπολικές διαταραχές.

Ετυμολογία

[Λατ. emovere, αναμοχλεύω]